Avsnitt
-
Η φαρμακοποιός Εναρέτη Ζήση δέχθηκε δύο σφαίρες στο κεφάλι και έπεσε αιμόφυρτη στον δρομο έξω από το διαμέρισμά της στο Κολωνάκι. Ο δράστης είχε φύγει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Η τραυματισμένη γυναίκα μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, όπου έξι μέρες αργότερα εξέπνευσε.
Σύντομα ήρθαν στο φως λεπτομέρειες που αναφέρονταν σε ερωτική σχέση του θύματος με μία 37χρονη υπάλληλο της πολιτικής αεροπορίας, την Παρασκευή Μπισκίνη. Η σύλληψή της έγινε έξι μήνες αργότερα, στα σύνορα Γερμανίας-Αυστρίας και στη συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπη με την ελληνική δικαιοσύνη. Στην κατάθεση της στην ανακρίτρια η Παρασκευή Μπισκίνη αρνήθηκε την εμπλοκή της στη δολοφονία της φαρμακοποιού, κατονομάζοντας ως δράστη τον Αλβανό εραστή τους.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Το Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2006, πέντε φίλοι κυνηγοί από ένα χωριό του Αγρινίου πήγαν για κυνήγι έξω από ένα άλλο κοντινό χωριό, τα Kαλύβια. Ήταν όλοι συγγενείς μεταξύ τους (δύο αδέρφια 23 και 21 ετών και τα τρία πρώτα ξαδέρφια τους 33, 32 και ο βενιαμίν Αλέξης 17 ετών). Χωρίς να το γνωρίζουν, οι πέντε κυνηγοί είχαν βρεθεί μέσα στο βοσκοτόπι του 73χρονου Λυσίμαxου Φούκα, ο οποίος είχε τη φήμη του νταή στο χωριό και του 37χρονου γιου του, του Διονύση Φούκα, για τον οποίο είχαν όλοι στο χωριό να πουν τα καλύτερα λόγια.
Το απόγευμα ο πατέρας του Αλέξη είχε λάβει μια κλήση από τον γιο του, στην οποία πρόλαβε μόνο να του πει «πατέρα» και τίποτε άλλο. Πήγε να τους αναζητήσει στην περιοχή που ήξερε ότι θα κυνηγούσαν. Εκεί βρήκε το κυνηγόσκυλο και το αυτοκίνητό τους, αλλά στη συνέχεια άρχισε να ανακαλύπτει τα πτώματα των πέντε αντρών. Ήταν διασκορπισμένα μέσα σε ένα χωράφι.
Στην αρχική κατάθεσή του ο Διονύσης Φούκας ανέφερε ότι την ημέρα του εγκλήματος δεν βρισκόταν καν στο βοσκότοπο. Η συμπεριφορά του ωστόσο και ανακολουθίες στις οποίες υπέπεσε, τον κατέστησαν βασικό ύποπτο, με αποτέλεσμα να συλληφθούν τόσο αυτός, όσο και ο πατέρας του. Στην ανάκριση, δεν άντεξαν την πίεση των αστυνομικών και ομολόγησαν. Ο καθένας προσπαθούσε να πάρει την ευθύνη πάνω του για να γλιτώσει τον άλλο.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Saknas det avsnitt?
-
Η Εύη Γατίδου βρέθηκε δολοφονημένη στο σπίτι της το βράδυ της 1ης Οκτωβρίου του 1997 από τέσσερις συμφοιτητές της, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ανησυχούν, καθώς η Γατίδου δεν είχε κανένα σημείο ζωής από το Σαββάτο στις 27 Σεπτεμβρίου. Όταν οι συμφοιτητές της μπήκαν μέσα στο διαμέρισμα με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο θέαμα, με τη Γατίδου να βρίσκεται κάθετα στο κρεβάτι της κατακρεουργημένη μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή Δημήτρη Ψαρούλη που ανέλαβε τη νεκροψία, η Γατίδου είχε δεχθεί 104 μαχαιριές, πιθανότατα από χαρτοκόπτη, με τις 48 από αυτές να είναι γύρω από την καρδιά. Στην έκθεσή του οιατροδικαστήςεκτίμησε ότι η Γατίδου δολοφονήθηκε το βράδυ του Σαββάτου στις 27 Σεπτεμβρίου 1997 με απώτερο χρόνο θανάτου το μεσημέρι της Κυριακής. Ωστόσο οι δύο ιατροδικαστές Φίλιππος Kουτσάφτης και Nίκος Kαλόγριας που κλήθηκαν στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας κατέθεσαν ότι ο χρόνος θανάτου με βάση τα δεδομένα της έκθεσης Ψαρούλη, αλλά και τα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες στη Λάρισα, εκτίμησαν ότι η Εύη Γατίδου δολοφονήθηκε την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου και με απώτερο χρόνο θανάτου το μεσημέρι της Δευτέρας 29 Σεπτεμβρίου.
Για την άγρια δολοφονία της κατηγορήθηκε ο Γεώργιος Ζηρδέλης, ο οποίοςτότε εργαζόταν ως διανομέας στην τοπικήεφημερίδατης Λάρισας «Ημερήσιος Κήρυκας», είχε δείξει να ενδιαφέρεται για τη Γατίδου και της είχε κάνει τρεις προτάσεις γάμου,με την τελευταία να ήταν το βράδυ της Παρασκευής, 26 Σεπτεμβρίου 1997. Το γεγονός ότι η Γατίδου απέρριψε και τις τρεις προτάσεις γάμου κρίθηκε από τις διωκτικές αρχές ως το κίνητρο του Ζηρδέλη για να τη δολοφονήσει.
Το 2005 καταδικάστηκεπρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη με ψήφους 7-0, αλλά αθωώθηκε στη συνέχεια από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας πάλι με ψήφους 7-0.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, SoundDesign, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Στις 6 Δεκεμβρίου 1989, ο 25χρονος Μαρκ Λεπίν εισέβαλε στο Πολυτεχνείο του Μόντρεαλ οπλισμένος με μια καραμπίνα και ένα μαχαίρι κυνηγιού, πυροβόλησε 28 άτομα, σκοτώνοντας 14 γυναίκες υποστηρίζοντας ότι «πολεμά τον φεμινισμό» και αποκαλώντας τις γυναίκες «ένα μάτσο φεμινίστριες».
Μετά έβγαλε το καπέλο του, τύλιξε το παλτό του γύρω από το τουφέκι του, αναφώνησε «γαμώτο» και στη συνέχεια αυτοκτόνησε, πυροβολώντας τον εαυτό του στο κεφάλι, είκοσι λεπτά αφότου είχε αρχίσει την επίθεσή του. Μέσα στο σακάκι του Μαρκ Λεπίν βρέθηκαν ένα σημείωμα αυτοκτονίας και δύο επιστολές προς φίλους, όλα γραμμένα την ημέρα της σφαγής. Η αστυνομία αποκάλυψε κάποιες λεπτομέρειες του σημειώματος, αλλά το πλήρες κείμενο δεν αποκαλύφθηκε.
Η σφαγή του Μόντρεαλ συγκλόνισε βαθιά τους Καναδούς και η 6η Δεκεμβρίου έχει οριστεί ως Εθνική Ημέρα Μνήμης και Δράσης για τη Βία Κατά των Γυναικών και θεωρείται μια πρόσκληση για δράση κατά των σεξιστικών διακρίσεων.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Η Ανδριάνα Γαρδικιώτη καταγόταν από ένα χωριό της Κέρκυρας και ήταν το τελευταίο από τα τέσσερα παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας. Είχε μετακομίσει στην Καστοριά όταν πέρασε στο ΤΕΙ για να σπουδάσει στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας. Ήταν μια κοπέλα όμορφη, γελαστή, κοινωνική και ονειρευόταν να κάνει καριέρα ως παρουσιάστρια τηλεοπτικών εκπομπών. Για να μην επιβαρύνει την οικογένεια οικονομικά, ζώντας σε μια άλλη πόλη στη διάρκεια των σπουδών της, αναζήτησε αμέσως δουλειά.
Αποφάσισε να συγκατοικήσει με μια φίλη της και εργάστηκε αρχικά ως σερβιτόρα σε καφέ και στη συνέχεια σε νυχτερινά μαγαζιά, αλλά και ως παρουσιάστρια σε τοπικό κανάλι. Σε μια έξοδο με συμφοιτητές της σε ένα μπαράκι της Καστοριάς, γνώρισε τον γοητευτικό dj Στάθη Ευσταθίου που έμενε στη Θεσσαλονίκη και σύντομα έγιναν ζευγάρι. Η Ανδριάνα Γαρδικιώτη φαινόταν ευτυχισμένη, αλλά δεν γνώριζε ότι πίσω από την όμορφη εικόνα του 35χρονου Στάθη Ευσταθίου κρυβόταν μια σκοτεινή πλευρά.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Ο Πίτερ Ντέμετερ, το 1956, σε ηλικία 23 ετών μετανάστευσε από τη Βουδαπέστη στον Καναδά έτοιμος να κερδίσει τον τρόπο ζωής που πάντα ονειρευόταν. Μαζί του ήρθε και η Κριστίν Φεράρι, την οποία είχε γνωρίσει σε ένα κινηματογραφικό πλατό και το 1967 παντρεύτηκαν και λίγα χρόνια αργότερα απέκτησαν μια κόρη. Το ξεκίνημα του γάμου τους φαινόταν να είναι μια ευτυχισμένη περίοδος, όμως λίγο καιρό μετά όλα άλλαξαν.
Στις 18 Ιουλίου 1973, μέσα στο γκαράζ του σπιτιού τους, κάποιος ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου τη Κριστίν. Ο Πίτερ Ντέμετερ επέστεψε λίγο αργότερα με τη Μερσεντές του από το κοντινό εμπορικό κέντρο, όπου είχε πάει με δυο καλεσμένες της οικογένειας για ψώνια. Φαινομενικά είχε άλλοθι, όμως οι αστυνομικοί κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: παρατήρησαν ότι ο Πίτερ συμπεριφερόταν περίεργα, αν και μόλις είχε δει ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή.
Υπόθεση: Πίτερ Ντέμετερ
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Η Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου το 1997 ήταν μια 27χρονη κομίστρια με πλούσιο έργο. Κόρη δικηγόρου, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1970, είχε σπουδάσει στο Ιστορικό - Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και έκανε μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο με κρατική υποτροφία, ενώ εκείνη τη χρονιά είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 9η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Μεσογείου στο Τορίνο. Το ταλέντο της στη ζωγραφική, το σχέδιο και τα κόμικς είχε γίνει φανερό από μικρή ηλικία στους γονείς, τους δασκάλους και τους φίλους της και τώρα γινόταν ευρύτερα γνωστό στους ανθρώπους των εικαστικών από τις συνεργασίες της με έντυπα όπως το περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», αλλά και διάφορα underground fanzine – στα προσωπικά της άλμπουμ ανήκουν το ΧΑΜΕΝΟ ΦΑΣΜΑ και το Products of Love y Chaos. Είχε επίσης ασχοληθεί και με θεατρικά σκηνικά, αφίσες, εικονογραφήσεις βιβλίων και εξώφυλλα δίσκων. Δυστυχώς το νήμα της ζωής της κόπηκε πολύ νωρίς, τον Ιούλιο του 1997.
Η Μαρία-Ηλέκτρα και ο φίλος της, ο 25χρονος Γιάννης Θωμάτος, στις αρχές Ιουλίου του 1997 ήταν πολύ χαρούμενοι, όχι μόνο γιατί είχαν απολαύσει τις θερινές τους διακοπές, αλλά και γιατί πολύ σύντομα θα αναχωρούσαν για το Λονδίνο για να συνεχίσουν τις κοινές σπουδές τους στη Σχολή Καλών Τεχνών και σκόπευαν, μετά από αρμονική σχέση δύο ετών, να συζήσουν. Η Μαρία έμενε μόνη της στο Θησείο εκείνο το καλοκαίρι, σε διαμέρισμα που της είχε παραχωρήσει η αδερφή της. Εκεί πέρασαν το βράδυ που γύρισαν από τις διακοπές, ως τα χαράματα. Την επόμενη μέρα ο Γιάννης την καλούσε στο τηλέφωνο αλλά η Μαρία δεν απαντούσε. Το ίδιο και την επόμενη μέρα. Πήγε στο διαμέρισμά της, χτύπησε επανειλημμένα το κουδούνι, άφησε σημειώματα κάτω από την πόρτα, αλλά η Μαρία ήταν άφαντη. Θορυβημένος, απευθύνθηκε στην κολλητή φίλη της Μαρίας που επίσης δεν την είχε δει, ούτε την είχε ακούσει. Πήγαν μαζί στο διαμέρισμα του Θησείου, όπου διαπίστωσαν ότι μια δυσάρεστη οσμή αναδυόταν από το εσωτερικό. Βγήκαν στον δρόμο, πήραν μια σκάλα και ανέβηκαν ως το παράθυρό της. Πάγωσαν από το θέαμα που αντίκρισαν. Η Μαρία ήταν πεσμένη στο πάτωμα, μελανιασμένη. Κάλεσαν αμέσως την αστυνομία που άνοιξε το διαμέρισμα. Κλήθηκε τότε ο ιατροδικαστής Νίκος Καρακούκης.
Το πτώμα της κοπέλας ήταν σε κατάσταση προχωρημένης σήψης και δεν ήταν δυνατό να διαγνωσθεί από την αυτοψία η αιτία θανάτου. Χρειάζονταν ειδικές εξετάσεις, όπως ταχεία βιοψία, και μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Από τη νεκροτομή που διενήργησε ο ιατροδικαστής διαπίστωσε πως η 27χρονη είχε στραγγαλιστεί κατά τη διάρκεια, κατά πάσα πιθανότητα, της ερωτικής πράξης. Ο δράστης τής είχε σφίξει τον λαιμό με δερμάτινο κολιέ που φορούσε και τη στραγγάλισε. Ήταν τόσο δυνατό το σφίξιμο, ώστε το υοειδές οστούν στη βάση της γλώσσας είχε σπάσει – τυπική ένδειξη στραγγαλισμού. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, η άτυχη κοπέλα είχε βρει τον θάνατο πριν από περίπου τέσσερις ημέρες. Οι γονείς της και η αδελφή της ενημερώθηκαν από τις αστυνομικές αρχές και έφτασαν αμέσως στην Αθήνα. Το θύμα δεν έφερε ίχνη πάλης και το σπίτι ήταν τακτοποιημένο, δεν υπήρχε καμία αναστάτωση στον χώρο, γεγονός που έστρεψε τις έρευνες της Αστυνομίας στον κύκλο των γνωστών της κοπέλας. Τα πρωτοσέλιδα την επόμενη μέρα έκαναν λόγο για ερωτικό έγκλημα από δράστη γνωστό στο θύμα.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη
-
Ο Πωλ Στίβεν Μακ ήταν καταζητούμενος για τις δολοφονίες δύο γυναικών στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1981, βίασε και δολοφόνησε μια 19χρονη γραμματέα, η οποία δούλευε μαζί του στο Οχάιο. Πριν από τη δολοφονία, ήταν καταδικασμένος διαρρήκτης που αποφυλακίστηκε με όρους το 1985. Τον Φεβρουάριο του 1987, μια άλλη κοπέλα, η Ανέτ Χαντλ, η οποία μόλις είχε κερδίσει σε διαγωνισμό ομορφιάς στο Λας Βέγκας, πέθανε αφού ο Μακ την πήγε στο σπίτι του, όπου τη νάρκωσε, τη βίασε και την άφησε να πεθάνει από υπερβολική δόση.
Το πτώμα της ανακαλύφθηκε δύο εβδομάδες μετά την εξαφάνισή της στο πάρκινγκ ενός μοτέλ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, παντρεύτηκε μια γυναίκα που δούλευε μαζί του ως σεφ, η σχέση τους όμως στη συνέχεια έγινε βίαιη και καταχρηστική. Μια μέρα, η γυναίκα του ξύπνησε με την υποψία ότι είχε βιαστεί από εκείνον, καθώς είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους χωρίς να της το πει. Στις 20 Μαρτίου 1988 προβλήθηκε στην εκπομπή καταζητούμενων «America’s Most Wanted» η ιστορία για τον Μακ και τα εγκλήματα του. Λίγες μέρες αργότερα, μια γυναίκα στο Οχάιο τον αναγνώρισε ως υπάλληλο ενός κάντρι κλαμπ και συνελήφθη, όταν βγήκε από ένα σπίτι στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα. Στο σπίτι εκείνο έμενε με τη Μάρτζι Ντάνιελσεν, την τελευταία γυναίκα του.
Με ψεύτικα προφίλ κατάφερνε να κυκλοφορεί ελεύθερος και να σκοτώνει γυναίκες. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη στην Καλιφόρνια με δικαίωμα αναστολής μετά 25 χρόνια. Πέθανε στη φυλακή το 2018 σε ηλικία 75 ετών.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Τον Μάιο του 1998, η Λίζα Βαλντέζ ήταν 36 ετών, εργαζόταν ως προγραμματίστρια υπολογιστών κι έμενε μόνη της σε μια μια περιφραγμένη κοινότητα στο Σαν Φρανσίσκο. Το Σαββατόβραδο της 16ης Μαΐου οργάνωσε στο μικρό της στούντιο ένα δείπνο με συγγενείς. Μετά, η μητέρα της Έλεν έμεινε για να βοηθήσει να συμμαζέψουν και πήγε αργότερα στο σπίτι της. Όταν η Έλεν δεν είχε νέα από την κόρη της την επόμενη μέρα, ούτε τη μεθεπόμενη, ανησύχησε. Η ανησυχία της μεγάλωσε όταν επικοινώνησαν μαζί της οι εργοδότες της Λίζας και την ενημέρωσαν ότι η Λίζα δεν είχε εμφανιστεί στη δουλειά, κάτι πολύ ασυνήθιστο για εκείνη.
Τη Δευτέρα, 18 Μαΐου 1998, η Έλεν πήγε στο διαμέρισμα της Λίζας και βρήκε ταινία της αστυνομίας γύρω από το κτίριο. Ο διαχειριστής είχε δεχτεί διαμαρτυρίες από πολλούς ενοίκους για μια άσχημη μυρωδιά και είχε μπει στο διαμέρισμα της Λίζας. Εκεί, ανακάλυψε το πτώμα της πεσμένο μπρούμυτα στο πάτωμα με τα πόδια ανοιχτά σε προχωρημένη αποσύνθεση. Η Λίζα ήταν ημίγυμνη, ανάμεσα στο πόδια του κρεβατιού και την πόρτα του διαμερίσματος. Η σκηνή έδειχνε ότι πριν τον βάναυσο θάνατό της είχε προηγηθεί άγρια πάλη. Είχε μαχαιρωθεί 21 φορές στο πάνω μέρος του σώματός της και η μπλούζα της ήταν σηκωμένη πάνω από το κεφάλι της. Ένας από τους αστυνομικούς ντετέκτιβ που αντίκρισαν πρώτοι τη σκηνή είπε ότι δεν θα την ξεχάσει ποτέ, ότι ήταν ασυνήθιστο να έχουν μια γυναίκα θύμα που είχε δολοφονηθεί τόσο άγρια. Φαινόταν ότι ο δολοφόνος είχε σκοπό να την εξευτελίσει και να την ταπεινώσει, ακόμη και πεθαμένη.
Λόγω έλλειψης στοιχείων, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και έμεινε ανεξιχνίαστη για περισσότερα από 10 χρόνια, ωστόσο, οι αστυνομικοί που είχαν ασχοληθεί από την αρχή με τη δολοφονία δεν ξέχασαν ποτέ τη Λίζα Βαλντέζ. Το 2011, το προφίλ DNA από την υπόθεση της Λίζας κυκλοφόρησε ξανά μέσω του CODIS, με αποτέλεσμα να βρεθεί αντιστοίχιση.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Τρεις δεκαετίες, ο τρόμος στο Wichita του Kansas ήταν τρία γράμματα: «BTK». Ήταν η υπογραφή του δολοφόνου, που σήμαινε (Δένω-Βασανίζω-Σκοτώνω). Το επέλεξε ο ίδιος ο δολοφόνος, ώστε να γνωρίζουν όλοι τι έκανε σε εκείνους που είχε σκοτώσει και τι να περιμένουν, αν ερχόταν η σειρά τους.
Μεταξύ 1974 και 1991 ο «BTK» σκότωσε 10 ανθρώπους: έναν άνδρα, επτά γυναίκες και δύο παιδιά. Δεν ήταν επιλεκτικός στην επιλογή των θυμάτων του και δεν είχε έναν συγκεκριμένο τύπο. Χρειάστηκε να περάσουν 14 χρόνια από την τελευταία δολοφονία του για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του. Στις 26 Φεβρουαρίου 2005, η αστυνομία ανακοίνωσε ότι είχε συλλάβει τον «BTK». Τον Dennis Lynn Rader.
Στις 15 Ιανουαρίου 1974 ο Charlie Otero που ήταν 15 ετών επέστρεψε στο σπίτι από το σχολείο και βρήκε τα πτώματα της μητέρας, του πατέρα και δύο αδελφών του, της 11χρονης Josephine και του 9χρονου Joseph. Ο 38χρονος πατέρας του και ο αδελφός του είχαν πεθάνει από ασφυξία (είχαν πλαστικές σακούλες περασμένες και δεμένες στο κεφάλι). Η 34χρονη μητέρα του είχε στραγγαλιστεί με ένα σχοινί και η αδερφή του είχε στραγγαλιστεί και στη συνέχεια ο δολοφόνος την είχε κρεμάσει στο υπόγειο.
Τέσσερις μήνες μετά, η 21χρονη Kathryn Bright και ο 19χρονος αδελφός της Kevin δέχτηκαν επίθεση, όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους στις 4 Απριλίου 1974. Ο εισβολέας ανάγκασε τον αδελφό της Bright να τη δέσει στο μπροστινό υπνοδωμάτιο και μετά τον περιόρισε σε άλλο δωμάτιο. Αφού έψαξε το σπίτι, ο εισβολέας προσπάθησε να στραγγαλίσει τον Kevin, εκείνος αντιστάθηκε, αλλά ο εισβολέας τον πυροβόλησε δυο φορές. Ο Kevin προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός και όταν ο εισβολέας βγήκε από το δωμάτιο, δραπέτευσε. Κατάφερε να βγει στον δρόμο και να ζητήσει βοήθεια. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί έμαθε ότι η αδελφή του είχε δολοφονηθεί. Η Kathryn Bright βρέθηκε μισόγυμνη, μαχαιρωμένη στην κοιλιά και στραγγαλισμένη. Όταν τη μετέφεραν στο νοσοκομείο, ήταν πλέον αργά.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Η Βέλμα Μπάρφιλντ (Μπουλάρντ, το πατρικό της) ήταν η πρώτη κόρη ενός αγρότη και μιας νοικοκυράς από τα 9 παιδιά που έκαναν μαζί. Όταν γεννήθηκε, στις 29 Οκτωβρίου 1932, η οικογένεια ζούσε σε ένα άβαφο ξύλινο σπίτι στην αγροτική Νότια Καρολίνα. Το σπίτι δεν είχε ούτε ρεύμα ούτε τρεχούμενο νερό. Οι γονείς του πατέρα ζούσαν στο ίδιο σπίτι, όπως και η ανάπηρη από πολιομυελίτιδα αδερφή του. Καθώς η Μεγάλη Ύφεση χειροτέρευε, ο πατέρας ήταν αδύνατο να βγάλει τα προς το ζην πουλώντας το βαμβάκι και τον καπνό που καλλιεργούσε. Βρήκε δουλειά ως υλοτόμος σε πριονιστήριο και μετέφερε την οικογένειά του σε ένα μικροσκοπικό σπίτι πιο κοντά στην πόλη. Όταν γεννήθηκε το τρίτο παιδί της οικογένειας, ο πατέρας έπιασε δουλειά σε κλωστοϋφαντουργείο και μετέφερε την οικογένεια πίσω στο σπίτι όπου είχαν μείνει οι γονείς του, που σύντομα πέθαναν.
Η οικογένεια είχε παραδοσιακές, πατριαρχικές αρχές. Ο πατέρας ήταν αυταρχικός, οργιζόταν εύκολα και έπινε όταν δεν κατάφερνε να επιβάλει πειθαρχία στα πολλά παιδιά του -που δε γλίτωναν τις ξυλιές του με καλάμια ή με τη ζωστήρα του. Η γυναίκα του ήταν η υποτακτική σύζυγος. Ένα πράγμα που τον θύμωνε ιδιαίτερα ήταν τα έξυπνα και φλύαρα παιδιά -τόσο το μεγαλύτερο αγόρι του, όσο και η πρώτη κόρη του η Βέλμα.
Η Βέλμα Μπάρφιλντ δυσανασχετούσε με την υποχωρητική στάση της μητέρας της που κινδύνευε συχνά να δεχτεί και η ίδια τις γροθιές του, επειδή ήταν ένας παθολογικά ζηλιάρης σύζυγος και ταυτόχρονα κατάφωρα άπιστος. Κάθε φορά που η Βέλμα έτρωγε ξύλο από τον μπαμπά της, στενοχωριόταν τόσο με την παθητική στάση της μαμάς της, που έβλεπε και δεν έκανε τίποτα, όσο και με τον επιθετικό μπαμπά της.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Στις 3 Νοεμβρίου 1984, είχε υπάρξει μια απαγωγή, το θύμα είχε αφεθεί ελεύθερο και είχε καταθέσει στην αστυνομία. Θύμα ήταν η 17χρονη Λίζα Μακβέι που, καθώς επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά, ο απαγωγέας κρυμμένος στους θάμνους την είχε αρπάξει από το ποδήλατό της. Είχε όπλο και μαχαίρι και την έβαλε με τη βία στο αυτοκίνητό του. Τη διέταξε να γδυθεί και να του κάνει στοματικό σεξ. Στη συνέχεια την οδήγησε στο διαμέρισμά του όπου την κράτησε όμηρο επί 26 ώρες και τη βίαζε επανειλημμένα, της έλεγε ότι δεν θα της κάνει κακό και μάλιστα την πήρε να κάνουν ντους μαζί. Η Λίζα ήταν βέβαιη ότι σκόπευε να τη σκοτώσει, αλλά, αν τυχόν γλίτωνε, σκόπευε να αναζητήσει αυτόν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό προσπαθούσε να συγκρατήσει στη μνήμη της ό,τι μπορούσε από τα λίγα πράγματα που έβλεπε, αφού της είχε τα μάτια δεμένα.
Η Λίζα ήταν από μικρή θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από συγγενείς της και ήξερε να επιβιώνει. Προσπάθησε να τον καλμάρει όποτε την αποκαλούσε «σκρόφα» και τα κατάφερε. Σε λίγες ώρες την αποκαλούσε «μωρό». Αλλά τότε φάνηκε ότι έχανε το ενδιαφέρον του για εκείνη. Η Λίζα όμως δεν ήξερε τι σκοπό είχε όταν την έβαλε με δεμένα μάτια στο αυτοκίνητό του. Τον ικέτευε να μην τη σκοτώσει. Μετά από οδήγηση λίγων λεπτών, σταμάτησε το αμάξι, άνοιξε την πόρτα και της είπε ότι ήταν ελεύθερη. Η Λίζα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της, ξύπνησε τον πατέρα της, κάλεσαν την αστυνομία και έδωσε όσα στοιχεία θυμόταν για τον απαγωγέα. Οι ερευνητές της αστυνομίας που ασχολούνταν με τον σίριαλ κίλερ στη Φλόριντα δεν συνειδητοποίησαν ότι η Λίζα θα τους οδηγούσε στον δολοφόνο, παρά μόνο όταν η εξέταση από το εργαστήριο του FBI στα ρούχα της ανέφερε κόκκινες ίνες χαλιού.
Η ειδική Ομάδα Κρούσης που είχε σχηματιστεί από την αστυνομία της Τάμπα ενημερώθηκε για όλα τα στοιχεία που παρείχε η Μακβέι. Ήξεραν τώρα τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου, ότι οδηγούσε ένα κόκκινο Dodge Magnum και την περιοχή που κυκλοφορούσε − ωστόσο, εκείνος συνέχιζε να σκοτώνει. Στις 17 Νοεμβρίου δύο ντετέκτιβ που περιπολούσαν εντόπισαν το κόκκινο αμάξι κι έλεγξαν τα στοιχεία του οδηγού. Λεγόταν Ρόμπερτ (Μπόμπι) Τζο Λονγκ και η διεύθυνσή του ήταν στην περιοχή όπου έψαχνε η αστυνομία το διαμέρισμα του δολοφόνου. Του είπαν ότι έψαχναν έναν ύποπτο ληστείας και έτσι συνεργάστηκε, τους άφησε να τον φωτογραφίσουν και ανακουφίστηκε όταν τον άφησαν να φύγει. Αλλά η σύλληψή του ήταν ζήτημα ημερών.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Ο Ματουρίνο Ρεζέντεζ ήταν ένας Μεξικανός κατά συρροή δολοφόνος, ύποπτος για τουλάχιστον 23 δολοφονίες στις ΗΠΑ και το Μεξικό κατά τη δεκαετία του 1990. Χρησιμοποιούσε τα τρένα για να μετακινείται λαθραία από πολιτεία σε πολιτεία των ΗΠΑ και τα περισσότερα εγκλήματά του διαπράχθηκαν κοντά σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, γι’ αυτό έγινε γνωστός ως «Ο Δολοφόνος των Σιδηροδρόμων».
Το 1986, ο Ρεζέντεζ σκότωσε το πρώτο του θύμα: μια άγνωστη άστεγη γυναίκα στο Τέξας. Αλλά μόνο όταν σκότωσε δύο έφηβους το 1997 κοντά σε σιδηροδρομικές γραμμές στην κεντρική Φλόριντα, οι αστυνομικοί ερευνητές συνέδεσαν αυτές τις δολοφονίες με τα προηγούμενα εγκλήματά του και συνειδητοποίησαν ότι είχαν στα χέρια τους έναν κατά συρροή δολοφόνο.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound Design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου 2007 ένα πλαστικό κοντέινερ, σαν αυτά που χρησιμοποιούνται για αποθήκευση και μετακόμιση, επέπλεε στον κόλπο του Γκάλβεστον στο Τέξας. Ο ψάρας που το συνέλεξε στη βάρκα του κάλεσε την αστυνομία, όταν είδε ότι μέσα ήταν ένα παιδικό παπουτσάκι και τυλιγμένο σε σακούλες σκουπιδιών ήταν κάτι που έμοιαζε με πτώμα. Ο ιατροδικαστής που το εξέτασε αποφάνθηκε ότι επρόκειτο για πτώμα κοριτσιού 2-5 ετών που στο κρανίο έφερε τρία κατάγματα. Η έρευνα συνεχίστηκε ως υπόθεση ανθρωποκτονίας. Η έκταση των τραυματισμών ήταν τόσο μεγάλη, όση θα ήταν αν το κορίτσι είχε πέσει από ταράτσα. Δεν υπήρχαν στοιχεία για προσδιορισμό της ταυτότητας και ανατέθηκε σε ζωγράφο -συνεργάτη δικαστικού ανθρωπολόγου- να απεικονίσει κατά προσέγγιση την εμφάνιση του θύματος εν ζωή. Όσο το θύμα δεν είχε ταυτότητα και επειδή ήταν μικρής ηλικίας, οι αρχές το ακοκαλούσαν «Baby Grace» (μικρή Θεία Χάρη).
Στην προσπάθειά διακρίβωσης της ταυτότητας του θύματος, η αστυνομία σύγκρινε το DNA της μικρής με το DNA γνωστών εξαφανισμένων κοριτσιών της ίδιας ηλικίας (μέχρι και της Μαντλίν ΜακΚαν που είχε απαχθεί πρόσφατα στην Πορτογαλία και η υπόθεση είχε προβληθεί διεθνώς). Παράλληλα έδωσε πολύ μεγάλη δημοσιότητα μέσω της τηλεόρασης, προβάλλοντας το σκίτσο της «Baby Grace» σε όλα τα εθνικά δίκτυα. Μέσα σε τρεις μέρες αναγνωρίστηκε από τη γιαγιά της -από τη μεριά του πατέρα της- που ανέφερε στις αρχές ότι το σκίτσο έμοιαζε με την εγγονή της, Ράιλι Ανν Σόγιερς. Η εξέταση DNA επιβεβαίωσε αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου 2007, ότι πράγματι τα λείψανα ήταν του παιδιού, όπως είχαν ήδη υποψιαστεί οι αρχές από τα λεγόμενα της γιαγιάς της Ράιλι.
Ήταν καλή μαθήτρια, αλλά μετά την εγκυμοσύνη οι βαθμοί της άρχισαν να πέφτουν. Το σχολείο, όπως πολλά σχολεία στις ΗΠΑ, είχε υιοθετήσει ένα πρόγραμμα (ονομάζεται GRADS) για έγκυες μαθήτριες και τους φίλους τους. Η Τρένορ και ο Σόγιερς εγγράφηκαν και οι δύο και έμαθαν βασικές γονικές δεξιότητες -η ιδέα είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα υποστήριξης για τις έγκυες έφηβες και τους φίλους τους, ώστε να παραμείνουν στο σχολείο.
Υπόθεση: Baby Grace
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη
-
Στις 11 Φεβρουαρίου 2023, η Μπριάνα Τζάι, μια 16χρονη διεμφυλική Βρετανίδα από το Μπέρτσγουντ στη βόρεια Αγγλία μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου στο δημοτικό πάρκο Λίνιαρ. Η Μπριάνα ήταν μαθήτρια στο γυμνάσιο του Μπέρτσγουντ. Είχε γεννηθεί αγόρι και είχε την αγάπη και συμπαράσταση των γονιών της σε όλη τη διάρκεια της φυλομετάβασής της. Σύμφωνα με τους φίλους της, η Μπριάνα συχνά βοηθούσε νεότερα τρανς κορίτσια που ήθελαν ασφάλεια και νόμιμη πρόσβαση σε ορμονική θεραπεία. Ωστόσο, κατά καιρούς αντιμετώπιζε τρανσφοβική παρενόχληση και εκφοβισμό.
Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου 2023, η Τζάι βρέθηκε με πολλαπλά τραύματα από μαχαίρι σε ένα μονοπάτι στο πάρκο Λίνιαρ. Η Άμεση Δράση κλήθηκε στις 3:13 και οι διασώστες προσπάθησαν μάταια να σώσουν την ετοιμοθάνατη Μπριάνα. Στις 4:02 διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Διατάχτηκε νεκροψία για να διαπιστωθεί η αιτία θανάτου. Την επόμενη μέρα συνελήφθησαν ταυτόχρονα στα σπίτια τους η Σκάρλετ Τζέκινσον και ο Έντι Ράτκλιφ, ηλικίας 15 ετών. Σύμφωνα με την αστυνομία η δολοφονία της Μπριάνα Τζάι ήταν στοχευμένη επίθεση, αλλά όπως έλεγε, «προς το παρόν, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι οι συνθήκες γύρω από τον θάνατο της Μπριάνα σχετίζονται με μίσος». Ωστόσο, στις 14 Φεβρουαρίου, η αστυνομία είπε ότι ερευνούσε «προς όλες τις κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένου του εάν η επίθεση ήταν έγκλημα μίσους». Στις 15 Φεβρουαρίου 2023, η εισαγγελέας είπε ότι η επίθεση στη Μπριάνα Τζάι ήταν «εξαιρετικά βάναυση και τιμωρητική». Η Τζάι είχε μαχαιρωθεί 28 φορές, στο κεφάλι, τον λαιμό, το στήθος και την πλάτη της.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Στις 17 Νοεμβρίου 1972, ο 26χρονος Άντονι Μπέικλαντ κάλεσε την αστυνομία από το ρετιρέ του στο Λονδίνο λέγοντας ότι η μητέρα του, η 51χρονη Μπάρμπαρα Μπέικλαντ «είχε πέσει πάνω σε ένα μαχαίρι». Όταν έφτασαν οι βρετανοί αστυνομικοί στον τόπο του εγκλήματος βρήκαν τη μητέρα του μαχαιρωμένη στο πάτωμα της κουζίνας, ενώ ο Άντονι ήταν στο υπνοδωμάτιο και έκανε ήρεμα τηλεφωνική παραγελία για κινέζικο φαγητό.
Ο Άντονι νοσηλευόταν στo ψυχιατρικό νοσοκομείο υψηλής ασφαλείας Broadmoor Hospital μέχρι τις 21 Ιουλίου 1980, όταν, μετά από πιέσεις ομάδας φίλων, αφέθηκε ελεύθερος. Ο Άντονι ήταν τότε 33 ετών και πήγε αμέσως αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη για να μείνει με την 87χρονη γιαγιά του, Νίνι Ντέιλι.
Συνελήφθη και κατηγορήθηκε για απόπειρα φόνου. Φυλακίστηκε στο νησί Ρίκερς και μετά από οκτώ μήνες αξιολόγησης από ψυχιατρική ομάδα, ανέμενε να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση όταν γινόταν η προανάκριση στις 20 Μαρτίου 1981. Ωστόσο, η υπόθεση αναβλήθηκε επειδή δεν μεταφέρθησαν εγκαίρως τα ιατρικά του αρχεία από την Αγγλία. Ο Άντονι επέστρεψε στο κελί του και μισή ώρα αργότερα βρέθηκε νεκρός.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Ο Ρόμπερτ Ντερστ καταδικάστηκε στις 14 Οκτωβρίου 2021 σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης για τη δολοφονία της Σούζαν Μπέρμαν. Αμέσως μετά κατηγορήθηκε για τη δολοφονία της συζύγου του, Κάθλιν Ντερστ το 1982. Αλλά πριν γίνει η δίκη, πέθανε από καρδιακή ανακοπή στις 10 Ιανουαρίου 2022, σε ηλικία 78 ετών, ενώ νοσηλευόταν σε εξωτερικό νοσοκομείο.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Ο Ρόμπερτ (Μπομπ) Φράτα είναι ο πρώτος άνθρωπος που εκτελέστηκε το 2023 στο Τέξας, και συγκεκριμένα στις 10 Ιανουαρίου. Είχε καταδικαστεί σε θάνατο επειδή πλήρωσε δύο άτομα για να σκοτώσουν την εν διαστάσει σύζυγό του.
-
Στη Βόρεια Ουαλία τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 είχαν σημειωθεί πολλές άγριες επιθέσεις εναντίον ανδρών, οι οποίες έμεναν ανεξιχνίαστες, όταν τον Δεκέμβριο του 1995 η αστυνομία άρχισε να ανακαλύπτει πτώματα ανδρών που είχαν βασανιστεί και δολοφονηθεί βίαια. Η έρευνα οδήγησε στον Πίτερ Μουρ, ευγενικό κι αξιοσέβαστο ιδιοκτήτη πολλών κινηματογράφων της περιοχής. Φορώντας το σήμα κατατεθέν του, τα μαύρα δερμάτινα ρούχα, για να εμφυσήσει τον μέγιστο φόβο, είχε τρομοκρατήσει, είχε ταπεινώσει και βασανίσει τα θύματά του. Ο Μουρ είχε στραφεί στον φόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1994.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη -
Η Λόρι Ζλεσίνσκι, μια 24χρονη που μόλις είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο Auburn της Αλαμπάμα με πτυχίο Ψυχολογίας, εξαφανίστηκε ξαφνικά στις 10 Ιουνίου 2006. Θα πήγαινε στο σπίτι μιας φίλης για μια «βραδιά κοριτσιών» μαζί με άλλες φίλες από το πανεπιστήμιο, με ταινίες, πίτσα και ποτά. Η Λόρι τηλεφώνησε γύρω στις 6.30 μμ εκείνο το απόγευμα Σαββάτου στη φίλη της Λίντζι για να της πει ότι θα σταματούσε να ψωνίσει μπίρες πριν πάει στο σπίτι της, όπου θα μαζεύονταν όλες. Στο βάθος ακουγόταν μια άλλη φωνή, του Ρικ Ένις, με τον οποίο ήταν χρόνια φίλοι.
Η Λόρι όμως δεν πήγε ποτέ στη βραδινή συγκέντρωση, ούτε ενημέρωσε σχετικά, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για εκείνη. Η αστυνομία ανέκρινε τον Ρικ Ένις. Ο Ρικ είχε γνωρίσει τη Λόρι τα χρόνια των σπουδών της και είπε στους ντετέκτιβ ότι καλλιεργούσαν μαζί μαριχουάνα. Ήταν μαζί της στο τρέιλερ τη μέρα που εξαφανίστηκε, αλλά υποστήριξε ότι ήταν μια χαρά όταν έφυγε, ίσως για να πουλήσει «χόρτο». Η αστυνομία, ωστόσο, δεν βρήκε κανένα στοιχείο ότι η Λόρι διακινούσε ναρκωτικά όταν ερεύνησε το τρέιλερ της -και αυτό ήταν κάτι αδιανόητο για τους γονείς και τους φίλους της.
Το αυτοκίνητο της Λόρι βρέθηκε τέσσερις μέρες μετά την εξαφάνισή της, καμένο σε ένα αδιέξοδο κοντά στο μπόουλινγκ, όπου δούλευε ο Ρικ. Αυτό μετέτρεψε την υπόθεση εξαφάνισης σε πιθανή ανθρωποκτονία. Οι αστυνομικοί ανέκριναν ξανά τον Ρικ τη μέρα που βρήκαν το αυτοκίνητο της Λόρι, στις 14 Ιουνίου, και παρατήρησαν ανεξήγητες γρατσουνιές στα χέρια και τα μπράτσα του. Υπήρχε επίσης ασυνέπεια στις δηλώσεις του.
Ο Ρικ Ένις κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της Λόρι Ζλεσίνσκι. Σχεδόν 16 χρόνια μετά την εξαφάνιση της Λόρι, στις 14 Απριλίου 2022, καταδικάστηκε σε ισόβια χωρίς δυνατότητα αναστολής. Δεν του επιβλήθηκε η θανατική ποινή, που προβλέπεται από την Πολιτεία της Αλαμπάμα, επειδή αυτή ήταν η επιθυμία της μητέρας της Λόρι. Ο Ρικ Ένις είχε σκοτεινό παρελθόν, το οποίο ανακάλυψαν αργότερα οι αστυνομικοί ερευνητές. Όταν ήταν 12 ετών σκότωσε τη μητέρα και τον πατριό του στο τροχόσπιτό τους στο βόρειο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα.
Συντελεστές
Έρευνα - Κείμενο: Μιμή Φιλιππίδη
Αφήγηση, Sound design, Ηχοληψία: Δάφνη Γερογιάννη - Visa fler