Avsnitt

  • Ο Ερμής ο ψυχοπομπός, οδηγεί τις ψυχές των Μνηστήρων στον Άδη. Συναντούν τις ψυχές του Αχιλλέα, του Αγαμέμνονα, του Πατρόκλου, του Αίαντα και άλλων. Ο Αχιλλέας συνομιλεί με τον Αγαμέμνονα. Οι Μνηστήρες συνομιλούν με τον Αγαμέμνονα για όσα έγιναν στο ανάκτορο του Οδυσσέα και πως εκείνος ο πολυμήχανος τους εγκλώβισε σε θανάσιμο δίχτυ. Ο Αγαμέμνων συγκρίνει την πιστή Πηνελόπη με την άπιστη Κλυταιμνήστρα. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στον πατέρα του, Λαέρτη, στο εξοχικό ανάκτορο με τους θαυμάσιους κήπους και τα πολλά δέντρα. Ο Οδυσσεύς δοκιμάζει τον πατέρα του παριστάνοντας κάποιον ξένο. Λυγίζει όμως όταν βλέπει τόσο λυπημένο τον πατέρα του και του λέει ποιος είναι. Ο Λαέρτης ζητά σημάδια για να τον πιστέψει και ο Οδυσσέας του παρουσιάζει αδιάψευστες αποδείξεις που δείχνουν ποιος είναι. Γιορτάζουν τρώγοντας και πίνοντας ώσπου φτάνουν έξω από το σπίτι του Λαέρτη, οπλισμένοι, οι συγγενείς των Μνηστήρων ζητώντας εκδίκηση για τον χαμό των δικών τους ανθρώπων. Η θεά Αθηνά επιβάλλει ειρήνη και συμφιλίωση μεταξύ των αντιμαχομένων.

  • Η ψυχομάνα Ευρύκλεια ανακοινώνει στην Πηνελόπη τα συνταρακτικά και ανέλπιστα νέα: Ο Οδυσσέας επέστρεψε μετά από είκοσι χρόνια, στην Ιθάκη, βρίσκεται στο ανάκτορο και μάλιστα, εφαρμόζοντας ένα επιτελικό σχέδιο, σκότωσε όλους τους Μνηστήρες, καθώς και όσους από τους εργαζόμενους στο παλάτι πρόδωσαν, με τον ένα ή άλλο τρόπο την εμπιστοσύνη της Πηνελόπης, του Τηλέμαχου, της Ευρύκλειας… Η Πηνελόπη είναι διστακτική με όσα ακούει αφού εκείνη, μέσα στο ίδιο σπίτι, δεν κατάλαβε τίποτε. Γίνεται, στο ισόγειο, στην αίθουσα του θρόνου, η συνάντηση της Πηνελόπης και του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη εξακολουθεί να έχει τις αμφιβολίες της για τον Οδυσσέα και αναφέρεται σε μια λεπτομέρεια που μόνο εκείνη και ο Οδυσσέας γνωρίζουν, σε σχέση με το συζυγικό τους κρεβάτι. Ο Οδυσσέας διορθώνει το «λάθος» της Πηνελόπης και το ζευγάρι αφήνεται στην ευτυχία της ώρας αυτής, που περίμεναν είκοσι χρόνια. Ο Οδυσσέας αποφασίζει να μην μαθευτεί ακόμη ο φόνος των Μνηστήρων στην Ιθάκη, και καταστρώνει σχέδιο για την άμυνα τους, έναντι της αντεκδίκησης των συγγενών τους. Η νύχτα κρατάει πολύ με την θεϊκή παρέμβαση της Αθηνάς. Έχουν να πουν πολλά για όσα έγιναν στο διάστημα της απουσίας του Οδυσσέα και να χορτάσουν την αγάπη τους μετά από είκοσι χρόνια. Ο Οδυσσέας αναφέρεται συνοπτικά στα πάθη και στις περιπέτειες του και πριν ξημερώσει αναχωρεί για το σπίτι του πατέρα του, Λαέρτη.

  • Saknas det avsnitt?

    Klicka här för att uppdatera flödet manuellt.

  • Ο Οδυσσέας πετά τα κουρέλια που φορά και στέκεται αγέρωχος, με το τόξο και τη φαρέτρα, στη μοναδική θύρα του παλατιού που είναι ανοιχτή. Κανείς πλέον δεν μπορεί να βγει από την αίθουσα του θρόνου. Βροντοφωνάζει ότι είναι ο Οδυσσέας, και όχι ένας γέρος, κουρελής ζητιάνος, και ότι όλα έχουν τελειώσει πια, για τους άθλιους Μνηστήρες που και αυτή την ώρα γλεντοκοπούν. Τους λέει ότι τέλειωσε ο αγώνας όπου ο στόχος ήταν δώδεκα τρύπες και αρχίζει ένας άλλος αγώνας όπου ο στόχος είναι αυτοί οι ίδιοι, οι Μνηστήρες. Σημαδεύει και σκοτώνει τον Αντίνοο, τον πρώτο των Μνηστήρων. Ο Ευρύμαχος, ο δεύτερος γνωστός Μνηστήρας, προτείνει να πληρώσουν πρόστιμα και αποζημιώσεις για όλα όσα κατασπατάλησαν από την περιουσία του Οδυσσέα. O Οδυσσέας αρνείται και οι Μνηστήρες αποφασίζουν ν’ αντισταθούν με τα μαχαίρια τους, αφού δεν υπάρχουν πια όπλα στην αίθουσα για να οπλιστούν. Ο Οδυσσέας τοξεύει κατάστηθα και σκοτώνει και τον Ευρύμαχο ενώ ο Τηλέμαχος σκοτώνει τον Αμφίνομο. Όσο είχε βέλη η φαρέτρα του Οδυσσέα σκότωνε Μνηστήρες και έπειτα πήραν ακόντια, κράνη και ασπίδες οι τέσσερις σύμμαχοι: Οδυσσέας, Τηλέμαχος, Εύμαιος και Φιλοίτιος. Αλλά και οι Μνηστήρες οπλίζονται, με τη βοήθεια ενός άλλου βοσκού του Οδυσσέα, του Μελάνθιου. Αρχίζει η φονική σύγκρουση και τελικά, με τη βοήθεια της Αθηνάς, οι Μνηστήρες σκοτώνονται όλοι. Με φρικτό θάνατο τιμωρούνται επίσης οι δώδεκα υπηρέτριες που είχαν σχέσεις με τους Μνηστήρες και ο βοσκός Μελάνθιος που μαρτύρησε την κρύπτη των όπλων στους Μνηστήρες. Ο αοιδός Φήμιος και ο κήρυκας Μέδων απαλλάσσονται από κάθε κατηγορία και τους χαρίζεται η ζωή. Έπειτα ο Οδυσσέας έκανε καθαρμό με θειάφι για τα φοβερά φονικά που έγιναν εντός και εκτός παλατιού.

  • Η Πηνελόπη φέρνει το τόξο και τα βέλη στην αίθουσα του θρόνου όπου τρώνε, πίνουν και γλεντούν οι Μνηστήρες. Όποιος από τους Μνηστήρες καταφέρει και τεντώσει το άκαμπτο τόξο και να περάσει το βέλος από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών αυτός θα έχει κερδίσει τον αγώνα και αυτόν θα πάρει άντρα η Πηνελόπη. Ο Τηλέμαχος, θέλοντας να δείξει ότι είναι άξιος γιος του Οδυσσέα, προσπαθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει. Οι Μνηστήρες δεν φτάνουν καν στο επίπεδο του Τηλέμαχου. Κανείς δεν μπορεί να τεντώσει το πανίσχυρο τόξο άρα κανείς δεν φτάνει στο δεύτερο στάδιο: Να ρίξει το βέλος που θα περάσει από τις δώδεκα τρύπες των τσεκουριών. Ο Οδυσσέας απομονώνει, έξω από το παλάτι, τους δυο έμπιστους βοσκούς, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο και τους αποκαλύπτεται. Τους αποδεικνύει με ατράνταχτα επιχειρήματα ότι είναι ο βασιλιάς τους ο Οδυσσέας. Μετά τη χαρά και τη συγκίνηση ο Οδυσσέας τους παρουσιάζει το σχέδιο του για την εξόντωση των Μνηστήρων. Αυτοί είναι λίγοι, απέναντι στους πάρα πολλούς Μνηστήρες, αλλά όμως έχουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, ένα πολύ καλό σχέδιο δράσης, και τη βοήθεια του Δία και της Αθηνάς. Ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει στην αίθουσα, όπου πριν έχουν αποτύχει όλοι οι Μνηστήρες. Δεν μπόρεσε κανείς να τεντώσει το τόξο. Ο Οδυσσεύς ζητά να δοκιμάσει και αυτός. Ο Αντίνοος αποκρούει το αίτημα με ειρωνείες και προσβλητικά λόγια, αλλά η Πηνελόπη δέχεται, μια και το μόνο που μπορεί να κερδίσει ο ξένος είναι πλούσια δώρα και να μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του την Κρήτη. Ο Τηλέμαχος παρεμβαίνει, απομακρύνει την μητέρα του από την αίθουσα και επιμένει να δοκιμάσει και ο ξένος. Ο Εύμαιος δίνει το τόξο στον Οδυσσέα και λέει στην Ευρύκλεια να κλείσει και να αμπαρώσει καλά όλες τις πόρτες του ανακτόρου. Ο Φιλοίτιος αναλαμβάνει με επιτυχία να κλείσει και να δέσει όλες τις αυλόθυρες. Η παγίδα, για τους παράνομους Μνηστήρες, έχει στηθεί με στρατηγικό τρόπο και χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Ο Οδυσσέας τεντώνει εύκολα το τόξο, οι Μνηστήρες χλωμιάζουν και τρέμουν από το φόβο τους. Ο Δίας την ίδια στιγμή στέλνει το σημάδι του, μια εκκωφαντική βροντή, που τρομάζει τους πάντες και ταρακουνά το παλάτι. Ένας καλός οιωνός για τον Οδυσσέα ενώ ταυτόχρονα, φονικός οιωνός για τους Μνηστήρες. Το βέλος του Οδυσσέα διαπερνά τις δώδεκα τρύπες των τσεκουριών με απόλυτη επιτυχία. Ο Τηλέμαχος στέκεται δίπλα στον πατέρα του πάνοπλος.

  • Ο Οδυσσέας ξαπλώνει για να κοιμηθεί στο πρόστεγο του ανακτόρου αλλά έχει τόσα στο μυαλό του που δεν μπορεί να κοιμηθεί. Βασανίζεται και στριφογυρνά στα στρωσίδια του με τη σκέψη του στην εξόντωση των επικινδύνων Μνηστήρων. Μόνος αυτός, ενώ οι αντίπαλοι Μνηστήρες είναι πάρα πολλοί, περισσότεροι από εκατό. Εμφανίζεται η θεά Αθηνά και τον καθησυχάζει βεβαιώνοντας τον ότι θα βοηθήσει κι εκείνη στην εξόντωση των Μνηστήρων. Ο Οδυσσέας της εκμυστηρεύεται ότι ακόμα κι αν εξοντώσουν τους Μνηστήρες οι οικογένειες τους θα θελήσουν αμέσως να επιβάλλουν αντίποινα και αντεκδικήσεις. Για όλα αυτά πάλι η θεά Αθηνά τον ηρεμεί λέγοντας του ότι όλα θα εξελιχθούν ευνοϊκά για κείνον και την οικογένεια του. Αμέσως του ρίχνει ύπνο γλυκό στα μάτια και εκείνη πετά για τον Όλυμπο. Την ίδια ώρα που ο Οδυσσέας επιτέλους κοιμάται, ξυπνά η Πηνελόπη που αμέσως αρχίζει το θρήνο αφού η μέρα που ξημερώνει, είναι η μέρα που πρέπει να επιλέξει έναν από τους Μνηστήρες για σύζυγο της, και να φύγει από το σπίτι. Πρωί πρωί έρχονται οι βοσκοί με τα σφαχτάρια για το μεγάλο, και τελευταίο τραπέζι των Μνηστήρων. Η Ευρύκλεια συντονίζει τις δεκάδες γυναίκες που εργάζονται στο παλάτι για όλες τις απαραίτητες δουλειές. Δύο θεϊκοί οιωνοί δεν είναι καθόλου ευνοϊκοί για τους Μνηστήρες. Ο Οδυσσέας ήρεμα και σταθερά σκηνοθετεί τα στρατηγήματα και τα τεχνάσματα του, για τον οριστικό αφανισμό των αναιδών Μνηστήρων. Οι Μνηστήρες από τη μεριά τους, προετοιμάζουν τον χαμό του Τηλέμαχου, περιπαίζουν τον Οδυσσέα, καθώς και τον μάντη Θεοκλύμενο που προφητεύει την εξόντωση τους. Προτείνουν στον Τηλέμαχο να στείλει τους δύο ξένους του, τον γέρο κουρελή ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας και τον Θεοκλύμενο, μ’ ένα καράβι στους Σικελούς.

  • Ο Οδυσσέας, σε στενή συνεργασία με τον Τηλέμαχο, αποφασίζει να απαλλαγούν από τους αδίστακτους Μνηστήρες που σπαταλούν την περιουσία τους και διεκδικούν την Πηνελόπη προσφέροντας της ακριβά δώρα. Καταστρώνουν τα σχέδια τους βήμα βήμα. Αποφασίζουν να εξαφανίσουν τα όπλα που βρίσκονται στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου όπου καθημερινά τρώνε, πίνουν και γλεντούν οι Μνηστήρες. Κρύβουν σε μυστική κρύπτη του ανακτόρου όλα τα όπλα: Ακόντια, ασπίδες, κράνη, τόξα, βέλη... Η Πηνελόπη δεν έχει ύπνο κατεβαίνει στην αίθουσα όπου βρίσκεται ο γέρος ξένος κουρελής ζητιάνος που είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας όπως τον έχει μεταμορφώσει η Αθηνά. Τον Οδυσσέα αναγνώρισε μέχρι τώρα μόνο το πιστό του κυνηγόσκυλο ο Άργος που πεθαίνει αμέσως μόλις είδε και οσμίστηκε, ότι γύρισε ο αγαπημένος του αφέντης. Την ταυτότητα του ο Οδυσσέας την έχει αποκαλύψει μόνο στον Τηλέμαχο. Η Πηνελόπη ζητά από τον ξένο να της πει ποιος είναι, από ποιον τόπο έρχεται, ποιοι είναι οι γονείς του, πως έφτασε στην Ιθάκη... Ο Οδυσσέας - ξένος, αρνείται ευγενικά. Εκείνη του εκμυστηρεύεται την θλιβερή της ιστορία με τους Μνηστήρες και για το τέχνασμα της, με το ράβε- ξήλωνε του πέπλου που υφαίνει. Του ζητά πάλι στοιχεία για κείνον και ο Οδυσσέας πλάθει μια ιστορία ότι είναι τάχα κρητικός από καλή και πλούσια γενιά και μάλιστα στην Κρήτη γνώρισε τον Οδυσσέα και τον φιλοξένησε πριν εκείνος πάει στην Τροία. Μιλά και για τα ρούχα που φορούσε τότε ο Οδυσσέας με λεπτομέρειες και έτσι πείθεται η Πηνελόπη ότι έχει απέναντι της έναν αξιόπιστο άνθρωπο αλλά δεν έχει καταλάβει μέσα στη μεγάλη της συγκίνηση ότι πρόκειται για τον ίδιο τον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη ζητά από τις βοηθούς της να πλύνουν και να λούσουν τον ξένο και να του δώσουν καθαρά ρούχα, χλαμύδα, χιτώνα και ότι άλλο χρειάζεται. Η ψυχομάνα του Ευρύκλεια αναλαμβάνει το ποδόλουτρο του και ξαφνικά η παλάμη της έρχεται σε επαφή με την ουλή που είχε από μικρός ο Οδυσσέας κοντά στο γόνατο, τραύμα από αγριόχοιρο στον Παρνασσό στο βασίλειο του παππού του Αυτόλυκου. Η Ευρύκλεια που έβλεπε στον ξένο πολλές ομοιότητες με τον Οδυσσέα, τώρα πια είναι σίγουρη. Παραλύει από την χαρά της, δεν έχει δύναμη να κρατήσει το πόδι του Οδυσσέα που της φεύγει από τα χέρια και πέφτει με θόρυβο στη μεγάλη χάλκινη λεκάνη που αναποδογυρίζει και χύνονται τα νερά. Ο Οδυσσέας ζητά από την αγαπημένη του τροφό και παραμάνα να μην πει τίποτα σε κανένα γι` αυτή την αναγνώριση. Λίγο μετά η Πηνελόπη μιλά στον ξένο για μια εξαιρετική της ιδέα προκειμένου να αποφύγει τους Μνηστήρες. Λέει ότι θα πάρει άντρα της αυτόν που θα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και να διαπεράσει με το βέλος τις εγκοπές των λεπίδων δώδεκα τσεκουριών στημένων στη σειρά. Αυτό το είχε καταφέρει μόνο ο Οδυσσέας που είχε τη δύναμη να τεντώσει εντελώς το σκληρό τόξο, αλλά και τη σκοπευτική δεινότητα να περάσει το βέλος από τις δώδεκα εντορμίες των πελεκιών.

  • Ο Οδυσσέας αγνώριστος, μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε γέρο κουρελή ζητιάνο, βρίσκεται στο ανάκτορο να δει και να μελετήσει από κοντά τους θρασείς Μνηστήρες που ξοδεύουν, χωρίς δισταγμό, την περιουσία του και παρενοχλούν την πιστή Πηνελόπη. Εμφανίζεται και άλλος ζητιάνος, ο Ίρος. Αγανακτεί με την παρουσία του Οδυσσέα, γιατί δεν θέλει να χάσει τα πρωτεία της επαιτείας και επίσης δεν θέλει ανταγωνιστή στη ζητιανιά του. Ο Ίρος προκλητικά καλεί τον Οδυσσέα σε πάλη αλλά ο συνετός Οδυσσέας προσπαθεί να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη. Οι Μνηστήρες, θέλοντας να διασκεδάσουν, κάνουν κύκλο γύρω τους και τους προτρέπουν να έλθουν σε συμπλοκή. Ο Οδυσσέας σκέφτεται πως με ένα μόνο χτύπημα μπορεί να ρίξει κάτω νεκρό τον Ίρο αλλά αποφασίζει πως θα ήταν πιο συνετό να τον τραυματίσει χωρίς να του πάρει τη ζωή και αυτό γίνεται στο τέλος. Ο Οδυσσέας είναι ανίκητος και έχει αθλητικό παράστημα και καρδιά μαχητή. Η Πηνελόπη, με προτροπή της Αθηνάς, εμφανίζεται απαστράπτουσα στους Μνηστήρες που θαμπώνονται από την χάρη και την ομορφιά της. Ο Αντίνοος, ο πρώτος των Μνηστήρων, προτείνει να φέρουν τα δώρα και τα χαρίσματα όλοι οι Μνηστήρες και η Πηνελόπη με ηρεμία να επιλέξει έναν από αυτούς. Οι Μνηστήρες φέρνουν τα πλούσια και πολύτιμα δώρα τους και η Πηνελόπη αποσύρεται στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της. Η ραψωδία τελειώνει με τη διαμάχη του Οδυσσέα με τον Μνηστήρα Ευρύμαχο. Ο Τηλέμαχος επιβάλλει την τάξη.

  • Ο Τηλέμαχος επιστρέφει στο παλάτι και μιλάει στη μητέρα του Πηνελόπη, για το ταξίδι του που έκανε με εντολή και προτροπή της θεάς Αθηνάς. Ιστορεί στην Πηνελόπη ότι ο Νέστωρ, ο βασιλιάς της Πύλου, δεν γνώριζε τίποτα για τον Οδυσσέα μετά την κατάκτηση της Τροίας. Τον έστειλε στον Μενέλαο, το βασιλιά της Σπάρτης, μήπως εκείνος γνώριζε κάτι περισσότερο για την τύχη του Οδυσσέα μετά την Τροία. Πράγματι ο Μενέλαος λέει στον Τηλέμαχο ότι έμαθε από ένα θαλασσινό θεό, ότι ο Οδυσσέας βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, μόνος χωρίς συντρόφους και χωρίς πλοίο. Ο Θεοκλύμενος, ο μάντης που έχει έρθει από την Πύλο με τον Τηλέμαχο, προφητεύει ότι ο Οδυσσέας έχει φτάσει στην Ιθάκη και ετοιμάζει σφαγή για τους Μνηστήρες. Ο Εύμαιος και ο γέρο, κουρελής, ζητιάνος, που είναι στην πραγματικότητα ο Οδυσσέας, φτάνουν στο παλάτι, όπου ο Οδυσσέας αναγνωρίζεται από το γέρικο κυνηγόσκυλο Άργο που αμέσως μετά αφήνει την τελευταία του πνοή, σαν να περίμενε να δει τον αφέντη κι έπειτα να πεθάνει. Ο Οδυσσέας συγκινείται και βάζει τα κλάματα. Μετά μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου και με προτροπή του Τηλέμαχου ζητιανεύει από τους Μνηστήρες. Ο Αντίνοος τον βρίζει και τον χτυπά μ` ένα υποπόδιο και τον τραυματίζει στον ώμο. Η Πηνελόπη αγανακτεί με τη συμπεριφορά του βίαιου Αντίνοου και, ζητά από τον Εύμαιο να φέρει στα διαμερίσματα της τον ξένο, γέρο, ζητιάνο για να του μιλήσει. Ο Οδυσσέας φροντίζει ν’ αναβληθεί η συνάντηση για το βράδυ, ώστε να μην υποψιαστούν οι Μνηστήρες και έλθει σε δύσκολη θέση η Πηνελόπη.

  • Ο Τηλέμαχος φτάνει στο σπιτάκι του Εύμαιου πρωί- πρωί. Ο πιστός χοιροβοσκός χαίρεται πολύ που επέστρεψε σώος ο Τηλέμαχος από την Πύλο αφού με την καθοδήγηση της θεάς Αθηνάς απέφυγε το θανάσιμο θαλασσινό καρτέρι των Μνηστήρων. Ο Τηλέμαχος μαθαίνει από τον Εύμαιο όσα εκείνος γνωρίζει για τον γέρο ζητιάνο που φιλοξενεί στο μαντρί του. Αυτός ο κουρελής ηλικιωμένος δεν είναι άλλος από τον Οδυσσέα όπως τον έχει μεταμορφώσει η Αθηνά. Ο Εύμαιος φεύγει για να πληροφορήσει την Πηνελόπη για την επιστροφή του Τηλέμαχου και η Αθηνά ξαναδίνει στον Οδυσσέα την πραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του και αφού περνά ώρα πολλή με αγκαλιές και κλάματα χαράς αρχίζουν να καταστρώνουν σχέδια για την εξόντωση των Μνηστήρων. Αυτοί όμως ετοιμάζουν δικά τους σχέδια για τον θάνατο του Τηλέμαχου που απέφυγε την ενέδρα τους στα θαλασσινά στενά καθώς επέστρεφε από την Πύλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τις πανουργίες των Μνηστήρων και τους ψέγει. Ο Ευρύμαχος την καθησυχάζει με δολερές και ψεύτικες υποσχέσεις. Ο Εύμαιος επιστρέφει το βράδυ στο ντάμι του και βρίσκει τον Τηλέμαχο και τον κουρελή γέρο στο τραπέζι να τρώνε και να πίνουν. Η Αθηνά μεταμόρφωσε με το χρυσό της ραβδάκι της, λίγο πριν εμφανιστεί ο Εύμαιος, τον Οδυσσέα πάλι σε γέροντα, κουρελή ζητιάνο. Μετά το φαγητό πέφτουν για ύπνο.

  • Η Αθηνά προτρέπει τον Τηλέμαχο να φύγει από τη Σπάρτη όπου φιλοξενείται από τον Μενέλαο και την Ωραία Ελένη και να επιστρέψει στην Ιθάκη γιατί επίκεινται εξελίξεις και πρέπει να βρίσκεται εκεί. Τον συμβουλεύει με ποιο τρόπο θα αποφύγει την ενέδρα των Μνηστήρων, στο θαλασσινό πέρασμα, ανάμεσα Ιθάκη και Σάμη. Ο Τηλέμαχος αναχωρεί από τη Σπάρτη φορτωμένος με δώρα βασιλικά από τον Μενέλαο και την Ελένη. Επιστρέφει στην Πύλο με τον Πεισίστρατο, τον γιο του βασιλιά Νέστορα. Ο Τηλέμαχος βιάζεται τόσο πολύ που φεύγει αμέσως χωρίς να χαιρετίσει, να συμφάγει και να πάρει τα δώρα της φιλοξενίας και των εθίμων από τον Νέστορα. Επιβιβάζεται στο γρήγορο πλοίο του με τους νεαρούς Ιθακήσιους ναύτες του, ανοίγουν πανιά και βάζουν πλώρη για Ιθάκη. Μαζί του παίρνει και τον φυγάδα Θεοκλύμενο. Ο Οδυσσέας, στο σπίτι του Εύμαιου, μαθαίνει από τον πιστό χοιροτρόφο για τον πατέρα του, τον καταβεβλημένο Λαέρτη και για τον θάνατο της μητέρας του που πέθανε από τον καημό της για κείνον που έλειπε τόσα χρόνια από την Ιθάκη. Ο Εύμαιος διηγείται στον φιλοξενούμενο του γέρο ζητιάνο, κουρελή, που είναι ο μεταμορφωμένος Οδυσσέας, την θλιβερή προσωπική του ιστορία. Μιλά για την πατρίδα του, τους γονείς του και για το πώς βρέθηκε στην Ιθάκη σε μικρή ηλικία, σκλάβος, αγορασμένος από τον Λαέρτη. Ο Τηλέμαχος φτάνει στη μάντρα του Εύμαιου.

  • Ο Οδυσσέας ανεβαίνει στο ύψωμα όπου έχει τις εγκαταστάσεις του ο χοιροτρόφος Εύμαιος, τον οποίο, ο ίδιος είχε ορίσει υπεύθυνο για τα χιλιάδες γουρούνια πριν φύγει για την Τροία. Η συμβουλή να ξεκινήσει συναντώντας τον Εύμαιο, την πρώτη μέρα κιόλας που έφτασε στην Ιθάκη, είναι της Αθηνάς. Ο Εύμαιος προκειμένου να ασφαλίσει τους πάμπολλους χοίρους του Οδυσσέα, κτίζει με τους βοηθούς ένα ισχυρό λίθινο τείχος γύρω από το ντάμι του(το σπίτι όπου μένει με τους βοηθούς του). Το τείχος αυτό το ενισχύει με περίδρομο από ψηλούς ισχυρούς δρύινους κορμούς, και με άλλους τρόπους, ώστε να αποτρέπει τους εισβολείς που θέλουν να κλέψουν ζώα. Από την ώρα που έφυγε ο Οδυσσέας για την Τροία ο συνεπής και πιστός Εύμαιος, κατάλαβε ότι αφού θα λείπει ο βασιλιάς, πολλοί θα θελήσουν να βλάψουν το βιός του και την περιουσία του και έκανε ότι μπορούσε για να την προστατεύσει. Ο Εύμαιος γνωρίζει πολλά για την κατάσταση στην Ιθάκη, για τους Μνηστήρες και το παλάτι, κυρίως όμως είναι πολύ πιστός στον Οδυσσέα όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του. Ο Οδυσσέας συναντά τον Εύμαιο ο οποίος δεν τον αναγνωρίζει αφού η Αθηνά τον έχει μεταμορφώσει σε γέρο, ζητιάνο κουρελή. Οι δύο άντρες συζητούν και ο Οδυσσέας απολαμβάνει μια υπέροχη φιλοξενία με όλους τους κανόνες του Ξένιου Δία. Μετά το φαγητό και το κρασί ο χοιροβοσκός ζητά από τον ξένο να μάθει ποιος είναι. Ο ζητιάνος-Οδυσσέας του λέει πως είναι Κρητικός και διηγείται ψεύτικες περιπέτειες, καταλήγοντας ότι γνωρίζει τον Οδυσσέα και ότι έρχεται σύντομα στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας- ζητιάνος διαπίστωσε με μεγάλη ευχαρίστηση την μέγιστη αφοσίωση του Εύμαιου σε κείνον και στην περιουσία του. Χάρηκε πολύ όταν τον άκουσε να απαριθμεί με περηφάνια και με ακρίβεια τη μεγάλη κτηνοτροφική περιουσία του Οδυσσέα, στην οποία είχε κι αυτός συμβάλει και να εκφράζει παράπονο που δεν είναι εκεί να δει την προκοπή του και να τον ανταμείψει. Ο Οδυσσέας διαπίστωσε την μεγάλη αγανάκτηση του Εύμαιου για τους Μνηστήρες, που ξοδεύουν το βιος του, με καθημερινά γλεντοκόπια στο παλάτι και παρενοχλούν την Πηνελόπη. Για την βασίλισσα Πηνελόπη εκφράζει την πίστη και το θαυμασμό του για την αφοσίωση της στον Οδυσσέα, στον Τηλέμαχο και στον πεθερό της Λαέρτη. Το βράδυ οι βοσκοί, βοηθοί του Εύμαιου έφεραν τα ζώα στις χοιρόμαντρες και ετοίμασαν με τον Εύμαιο δείπνο αφού έσφαξαν και έψησαν τον πιο μεγάλο αρσενικό κάπρο. Η νύχτα ήταν κρύα και βροχερή και ο Οδυσσέας διηγήθηκε μια άλλη ψεύτικη ιστορία από την Τροία, με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει μια μεγάλη ζεστή κάπα σαν σκέπασμα στον ύπνο του δίπλα στη φωτιά, ενώ ο Εύμαιος ντύθηκε και οπλίστηκε και πήγε να κοιμηθεί κοντά στους χοίρους σε μια σπηλιά που δεν την πιάνει βοριάς για να έχει την έγνοια των ζωντανών.

  • Ο Οδυσσέας συναρπάζει με τις αφηγήσεις του τον βασιλιά Αλκίνοο, τη βασίλισσα Αρήτη, τη Ναυσικά, τα άλλα παιδιά του βασιλικού ζεύγους, τον Δημόδοκο καθώς και πολλούς Φαίακες που παρευρίσκονται. Οι περιπέτειες που αναφέρεται έχουν τεράστιο ενδιαφέρον και όλοι παρακολουθούν αμίλητοι στην αίθουσα του θρόνου, κοντά στην εστία και στα μοναδικής αξίας καλλιτεχνικά αντικείμενα αλλά και υψηλής αρχιτεκτονικής δομής και διακόσμησης, όπως ο κυάνιος θριγκός, παραστάδες, επίκρανα, υπερπολυτελής πλακόστρωση κλπ. Όταν σταματά ο ξένος να ομιλεί κανείς δεν αμφιβάλλει ότι πρόκειται για τον πλέον προβεβλημένο ήρωα της Τροίας τον πολύτροπο Οδυσσέα. Οι Φαίακες τον κατευοδώνουν με πάρα πολλά και πλούσια δώρα και τον φέρνουν με το πλοίο τους στην Ιθάκη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο Οδυσσέας εξουθενωμένος κοιμάται βαθιά. Έτσι τον απιθώνουν με τα στρωσίδια του, χωρίς να ξυπνήσει, στη γη της Ιθάκης. Οι Φαίακες ακουμπούν όλα τα δώρα και τα χαρίσματα που του πρόσφεραν γύρω από τη ρίζα μιας ελιάς και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Ο Οδυσσέας ξυπνά, από τον βαθύ ύπνο, και σαστισμένος δεν αναγνωρίζει τον τόπο που βρίσκεται. Ρωτά ένα νεαρό τσομπάνο για να μάθει που βρίσκεται και ο τσομπανάκος, που είναι η Αθηνά μεταμορφωμένη, του λέει ότι βρίσκεται στην αγαπημένη του πατρίδα την Ιθάκη. Ο Ποσειδών γεμάτος οργή ζητά να εκδικηθεί τους Φαίακες που διέπραξαν ύβρη απέναντι του. Ο Ποσειδών είναι θεός προστάτης της γης των Φαιάκων, και ύψιστος αρωγός στην περίφημη ναυτοσύνη τους. Κατά την επιστροφή των Φαιάκων, ο οργισμένος Ποσειδών μεταμορφώνει το πλοίο σε βράχο. Θέλει ακόμα να τους «κλείσει» την πόλη με απροσπέλαστα ψηλά βουνά. Η Αθηνά αφού υποδέχεται τον Οδυσσέα στην Ιθάκη ξεκινά να τον καθοδηγεί. Του προτείνει να μην πάει στο παλάτι ούτε να αποκαλύψει σε κανέναν την ταυτότητά του. Τον συμβουλεύει να πάει πρώτα να βρει τον Εύμαιο, τον χοιροβοσκό, και να μάθει απ` αυτόν, που γνωρίζει πολλά, τι έγινε στο διάστημα της εικοσαετούς απουσίας του. Η Αθηνά μεταμορφώνει τον Οδυσσέα σε κουρελή γέρο ζητιάνο ώστε να μην αναγνωρίζεται από κανέναν.

  • Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδη, Ιερά ζώα Ἡλίου. Επιστρέφοντας από τον Κάτω Κόσμο ο Οδυσσέας σταματά στο νησί της Κίρκης, για να θάψει τον Ελπήνορα, όπως είχε υποσχεθεί στην ψυχή του, που πρώτη- πρώτη συνάντησε στον Άδη. Εμφανίζεται η θεά μάγισσα Κίρκη που του δίνει συμβουλές για ν’ αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει στον δρόμο του. Επίσης του προσφέρει τροφές, κρασί και όλα τα απαραίτητα για ένα μακρινό ταξίδι. Το πλοίο περνά από το νησί των Σειρήνων και ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας βουλώνει με κερί τ’ αυτιά των συντρόφων. Αυτοί με τη σειρά τους, τον δένουν σφιχτά στο κατάρτι, ώστε να μπορεί να ακούει το μαυλιστικό τραγούδι τους χωρίς να υποστεί το τραγικό τέλος όσων πλησίασαν τις πλανεύτρες Σειρήνες. Ύστερα πέρασαν από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, όπου τα έξι κεφάλια της Σκύλλας, άρπαξαν έξι συντρόφους του Οδυσσέα. Τέλος έφτασαν στο νησί του Ήλιου. Ο Οδυσσέας επανέλαβε στους συντρόφους την προειδοποίηση του Τειρεσία και της Κίρκης να μην πειράξουν τα ιερά ζώα του Ήλιου που φροντίζουν δύο Νύμφες, κόρες του Ήλιου. Δεν μπορούν να φύγουν από το νησί για ένα ολόκληρο μήνα, γιατί οι άνεμοι ήταν πολύ ισχυροί και ενάντιοι. Οι προμήθειες τελείωσαν και οι άντρες άρχισαν να πεινούν. Τελικά έσφαξαν κι έφαγαν μερικές ιερές αγελάδες, την ώρα που ο Οδυσσέας κοιμόταν. Ο Ήλιος παραπονέθηκε στον Δία απειλώντας ότι θα πάψει να φωτίζει τους ζωντανούς και θα κατέβει στον Άδη να φωτίζει τον σκοτεινό κάτω κόσμο και τις ψυχές των πεθαμένων. Ο Δίας, όταν έφυγαν από το νησί, σήκωσε θύελλα τρομερή και χτύπησε με κεραυνό το πλοίο και το διέλυσε. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν και ο Οδυσσέας πάνω σε δύο ξύλα που έδεσε όπως όπως, αφού πέρασε τη Χάρυβδη, έφτασε ύστερα από εννιά μέρες, εξαντλημένος, στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς.

  • Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι διαβαίνουν με το γρήγορο πλοίο τους τον απάνω κόσμο, όπως τους είχε δασκαλέψει η Κίρκη, η οποία φρόντισε για ένα καλό ταξίδι με ούριο άνεμο. Φτάνουν έτσι στα σύνορα του κάτω κόσμου στο τέλος του Ωκεανού. Ο Οδυσσέας εκεί μπροστά, στις πύλες του κάτω κόσμου, σκάβει με το σπαθί του ένα μεγάλο λάκκο- θυσιαστήριο και εκεί, αφού κάνει πρώτα χοές για τους νεκρούς με γάλα, μέλι, κρασί, νερό και αλεύρι προχωρά στη θυσία των προβάτων που του είχε δώσει η Κίρκη. Γεμίζει το λάκκο με το αίμα των ζώων και αυτό το ζεστό, μελανό αίμα κινητοποιεί αμέσως τις ψυχές που φτάνουν σαν σκοτεινό σύννεφο τρομοκρατώντας τον Οδυσσέα που τραβά το σπαθί του να επιβάλλει την τάξη. Η ψυχή του μάντη Τειρεσία λέει στον Οδυσσέα ότι ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος μαζί του γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Του λέει όμως ότι θα σωθεί τελικά, θα τιμωρήσει τους μνηστήρες και θα έχει ήρεμο τέλος, πλήρης ημερών. Οι σύντροφοι που του απέμειναν θα σωθούν κι αυτοί, αν δεν πειράξουν τις ιερές αγελάδες του Ήλιου που θα βρουν στο δρόμο της επιστροφής. Έπειτα εμφανίζεται η ψυχή της μητέρας του και ο Οδυσσέας συντρίβεται που δεν μπορεί να την αγκαλιάσει σφιχτά αφού δεν έχει ύλη ως ψυχή. Στη συνέχεια εμφανίζονται κι άλλες διάσημες γυναίκες, όπως η Τηρώ, η Αντιόπη, η Αλκμήνη, η Μεγάρη, η Επικάστη (=Ιοκάστη), η Χλώρη, η Λήδα, η Αριάδνη...Έρχονται μετά οι ψυχές των ανδρών. Ο Αγαμέμνων ομιλεί στον Οδυσσέα για το φρικτό του θάνατο. Ο Αχιλλέας του λέει ότι θα προτιμούσε να είναι δούλος του πιο φτωχού αγρότη, παρά βασιλιάς των ψυχών στον Άδη. Εμφανίζονται επίσης οι ψυχές του Αίαντα, του Μίνωα, και οι ψυχές του Τάνταλου, του Σίσυφου και του Ηρακλή. Ακολουθεί η επιβίβαση του Οδυσσέα και των συντρόφων του στο πλοίο και η πορεία τους προς τον κόσμο των ζωντανών.

  • Η ραψωδία κ ξεκινά με το νησί των Ανέμων του θεού Αίολου. Ο Οδυσσέας και οι άνδρες του φιλοξενήθηκαν με τον πατροπαράδοτο τρόπο στο νησί του Αιόλου ο οποίος τους έκανε ένα πολύ χρήσιμο δώρο. Έκλεισε όλους τους ανέμους σ’ ένα ασκί και άφησε ελεύθερο μόνο τον Ζέφυρο να φουσκώνει τα πανιά και να τους οδηγήσει με ασφάλεια στην Ιθάκη. Η απληστία και η περιέργεια των συντρόφων που νόμισαν ότι ο Αίολος του είχε δώσει μαλάματα, χρυσάφι και ασήμι και άλλους θησαυρούς, τους οδήγησε στο καταστροφικό άνοιγμα του ασκού του Αιόλου. Οι άνεμοι ξεχύθηκαν κι έφεραν τα πάνω- κάτω, ενώ είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στην Ιθάκη. Οι άγριοι αέρηδες τους οδήγησαν πάλι στο νησί του Αιόλου. Ο θεός των Ανέμων τους έδιωξε κακήν κακώς θεωρώντας τους υβριστές αφού δεν ήταν άξιοι του δώρου που τους είχε δώσει αυτός, ένας θεός. Ο επόμενος σταθμός τους ήταν η χώρα των Γιγάντων, ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων. Οι πρωτόγονοι και αφιλόξενοι Λαιστρυγόνες κατέστρεψαν όλα τα πλοία του στόλου του Οδυσσέα εκτός από το δικό του που το είχε δέσει κάπου κρυφά. Οι περισσότεροι άνδρες του Οδυσσέα είχαν φρικτό τέλος στα χέρια και στα δόντια των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων. Έπειτα έφθασαν στην Αία, στο νησί της μάγισσας Κίρκης που μεταμόρφωσε τους συντρόφους του σε χοίρους. Ο Οδυσσέας, με την βοήθεια και τις συμβουλές του Ερμή αδρανοποίησε τα μαγικά φάρμακα και βότανα της θεάς που θα τον μεταμόρφωναν σε χοίρο. Η Κίρκη του ζητά να γίνει ερωτικός της σύντροφος και ο Οδυσσέας δέχεται βάζοντας όρους που γίνονται δεκτοί από την πλανεύτρα Κίρκη. Η θεά ξανακάνει ανθρώπους τους άντρες του Οδυσσέα. Φιλοξενούνται όλοι στο νησί της Κίρκης ένα ολόκληρο χρόνο και μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν την δυνατή νοσταλγία της πατρίδας ο Οδυσσέας ζητά από την Κίρκη να τους βοηθήσει να φύγουν. Τους υπόσχεται να τους συνδράμει να φύγουν όμως σαν μάγισσα θεά ανακοινώνει στον Οδυσσέα ότι πρέπει πρώτα να επισκεφθεί τον Άδη και να συναντήσει τον τυφλό Μάντη Τειρεσία, ο οποίος θα του αποκαλύψει με ποιο τρόπο και από ποιους θαλασσινούς δρόμους θα επιστρέψει στην Ιθάκη.

  • Η ραψωδία Θ΄ τελειώνει με τις επίμονες ερωτήσεις του βασιλιά Αλκίνοου: Ποια είναι η χώρα σου, ποιες οι περιπλανήσεις σου, πως έφτασες εδώ, ποιο είναι τ’ όνομα σου. Ο Οδυσσέας απαντά και αποκαλύπτει την ταυτότητα του. Έτσι αρχίζει η ι ραψωδία. Αφηγείται τις περιπλανήσεις του και όλα τα βάσανα που πέρασε πριν φτάσει στην χώρα των Φαιάκων. Από την Τροία οι άνεμοι έφεραν τα πλοία του Οδυσσέα στους Κίκονες που ήταν σύμμαχοι των Τρώων στον Τρωικό πόλεμο. Ο Οδυσσέας με τους άντρες του άλωσε το κάστρο των Κικόνων, κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη τους. Οι σύντροφοί του δεν άκουσαν τον Οδυσσέα να φύγουν αμέσως από τη γη των Κικόνων και εκείνοι πρόλαβαν και κάλεσαν ενισχύσεις πάρα πολλούς άλλους Κίκονες. Η αντεπίθεση των Κικόνων ήταν βίαιη και ο Οδυσσέας έφυγε με τα πλοία του κακήν κακώς με μεγάλες απώλειες. Σφοδροί άνεμοι τους παρέσυραν στη γη των Λωτοφάγων. Τρεις άντρες του έφαγαν λωτούς, που τους έδωσαν οι Λωτοφάγοι, και ξέχασαν τα πάντα ακόμα και την πατρίδα τους. Το μόνο που ήθελαν ήταν να μείνουν εκεί και να τρώνε τον καρπό του Λωτού που είχε μοναδική νοστιμιά. Ο Οδυσσέας τους πήρε με βία και έτσι μπήκαν όλοι στα γρήγορα πλοία τους και άνοιξαν πανιά. Ο επόμενος σταθμός ήταν η χώρα των Κυκλώπων με τους πελώριους γίγαντες. Ο κάθε γίγαντας ζούσε στη δική του τεράστια σπηλιά και δεν είχαν σχέσεις μεταξύ τους. Ο κάθε Κύκλωπας είχε τεράστια κοπάδια αμνοεριφίων που ήταν και ο βοσκός τους. Ο Οδυσσέας αψηφώντας τον κίνδυνο θέλησε να μάθει όσο μπορεί περισσότερα γι` αυτούς τους γίγαντες. Με λίγους συντρόφους του χώθηκε στη σπηλιά του Πολύφημου. Φωτιά έκαιγε στην τεράστια εστία ενώ σε πολλές μάντρες ο Πολύφημος είχε κλείσει ζώα. Αλλού τα μικρά, αλλού τα νεαρά ζώα, αλλού τα μεγαλύτερα. Πολλά σύνεργα της τυροκομικής υπήρχαν στη σπηλιά καθώς και πλήθος τυριών σε διάφορες φάσεις ωρίμανσης. Ο Κύκλωπας ήταν ένας πολύ έμπειρος τυροκόμος αλλά και ένας αδίστακτος ανθρωποφάγος Έτσι ο Οδυσσέας έχασε έξι πολύτιμους συντρόφους σε τρία γεύματα του πελώριου γίγαντα. Ο Κύκλωπας ζητά να μάθει το όνομα του Οδυσσέα κι αυτός, σαν έτοιμος από καιρό, του απαντά: «Κανένας λέγομαι, όλοι με λένε Κανένα». Ο πολυμήχανος Οδυσσέας με στρατηγήματα και τεχνάσματα παρέσυρε τον Πολύφημο σε ανεξέλεγκτο μεθύσι και κατάφερε μ’ ένα τεράστιο πυρωμένο παλούκι να τον τυφλώσει. Εκείνος και οι εναπομείναντες σύντροφοι του βγήκαν από τη σπηλιά κρυμμένοι κάτω από τις κοιλιές μεγάλων κριαριών. Μπαίνουν στα πλοία και όταν απομακρύνονται λίγο, ο Οδυσσέας κραυγάζει στον Κύκλωπα: «Οδυσσέα με λένε, αυτός που σε τύφλωσε λέγεται Οδυσσέας». Η ραψωδία ι αρχίζει και τελειώνει με τη δήλωση της ταυτότητας του ήρωα.

  • Πρωί- πρωί, όπως είχε πει από την προηγουμένη, ο βασιλιάς Αλκίνοος, ο λαός και οι άρχοντες των Φαιάκων συγκεντρώθηκαν στην Αγορά. Ο Αλκίνοος μιλά για τον ξένο και λέει ποια ανάγκη τον έφερε στη γη των Φαιάκων. Συμφωνούν όλοι να τον βοηθήσουν να πάει στην πατρίδα του, όπου και να είναι αυτή. Ο βασιλιάς προστάζει να ετοιμαστεί ένα νέο πλοίο, γρήγορο και καλοτάξιδο για το ταξίδι του ξένου. Επιλέγουν και πενήντα δύο ναυτικούς νεαρής ηλικίας αλλά έμπειρους και δυνατούς για το ταξίδι. Ο Αλκίνοος καλεί όλους που είναι στην Αγορά να πάνε στο παλάτι για φαγητό, κρασί και διασκέδαση όπως ορίζουν τα έθιμα για την υποδοχή και φιλοξενία του άγνωστου άνδρα. Ζητά να ειδοποιήσουν τον τυφλό αοιδό Δημόδοκο για να τραγουδήσει και να παίξει την φόρμιγγα. Μετά το πλούσιο τραπέζι που παρέθεσε ο Αλκίνοος προς τιμήν του ξένου ο Δημόδοκος με την φόρμιγγα του τραγουδά για μια φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας συγκινείται πολύ όταν ακούει το όνομα του και κυρίως εντυπωσιάζεται γιατί ο κόσμος γνωρίζει λεπτομέρειες για τη ζωή του. Ο βασιλιάς των Φαιάκων Αλκίνοος διαπιστώνει τη μεγάλη συγκίνηση του ξένου και αποφασίζει να γίνουν αθλητικοί αγώνες με τους νέους των Φαιάκων που ήταν σπουδαίοι και φημισμένοι αθλητές. Ο Αλκίνοος ελπίζει με τους αγώνες να διασκεδάσει ο φιλοξενούμενος του. Γίνονται πολλά αθλήματα με συμμετοχή πολλών αθλητών. Ο ποιητής μας αναφέρει τα ονόματα των αθλητών καθώς και το αγώνισμα τους. Ο Λαοδάμας, ένας από τους γιούς του Αλκίνοου, καλεί τον Οδυσσέα να λάβει μέρος στους αγώνες. Ο Οδυσσέας αρνείται ευγενικά και τότε ο Ευρύαλος τον ειρωνεύεται και αμφισβητεί την αρχοντική του παρουσία λέγοντας προκλητικά λόγια. Ο Οδυσσέας θυμωμένος παίρνει το μεγαλύτερο και βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους προηγούμενους δισκοβόλους. Απευθύνεται στους έκπληκτους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος τονίζει για μια ακόμα φορά τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα και στην καλοπέραση αφού οι Φαίακες είναι ένας ξέγνοιαστος και πλούσιος λαός με μια ζωή γεμάτη απολαύσεις. Η ένταση υποχωρεί κι αρχίζει το τραγούδι και οι χοροί. Ο τυφλός αοιδός Δημόδοκος αφηγείται το περιστατικό όπου ο Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης τη συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω να κάνει έρωτα με τον Άρη, τον πανέμορφο θεό του πολέμου. Ο Ήφαιστος, που είναι ο πρώτος εφευρέτης, τους ακινητοποιεί την ώρα της ερωτικής πράξης μέσα σε χρυσό αόρατο δίκτυ και τους πάει στον Όλυμπο, να δουν οι θεοί και να κρίνουν την πράξη αυτή της Αφροδίτης και του Άρη. Οι θεοί, αντί να κρίνουν, ξεκαρδίζονται στα γέλια με το περίεργο θέαμα. Ο Αλκίνοος στη συνέχεια προτείνει στους Φαίακες, σύμφωνα με τους κανόνες της φιλοξενίας, να προσφέρουν δώρα στον ξένο. Το ίδιο θα κάνει και ο ίδιος. Μάλιστα ο Ευρύαλος, που είχε προσβάλλει τον Οδυσσέα, μαζί με τη συγγνώμη του προσφέρει το τρομερό του ξίφος. Η ραψωδία τελειώνει με μεγάλο γλέντι όπου ο Οδυσσέας ζητά από τον τυφλό τραγουδιστή να τραγουδήσει το στρατήγημα των Αχαιών να εκπορθήσουν την Τροία μα τον Δούρειο Ίππο, το ξύλινο άλογο που σκέφτηκε ο ίδιος ο Οδυσσέας. Για δεύτερη φορά ακούει τον τραγουδιστή να υμνεί τα κατορθώματά του στην Τροία και ξεσπά σε λυγμούς. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον τραγουδιστή και ρωτά επιμόνως τον ξένο: Ποιο είναι τ’ όνομα σου, ποια είναι η πατρίδα σου, που πήγες, που ταξίδεψες και τι έζησες πριν φτάσεις στη γη των Φαιάκων. Γιατί συγκινείσαι και ξεσπάς στα κλάματα, όταν ακούς για την άλωση της περίφημης Τροίας;

  • Ο Οδυσσέας φτάνει στο ανάκτορο του Αλκίνοου μετά την Ναυσικά για να μην τους δούνε μαζί οι περαστικοί και δημιουργηθούν παρεξηγήσεις . Τι γυρεύει η κόρη του βασιλιά μ’ έναν ξένο; Μήπως είναι ο μελλοντικός της σύζυγος;.. Καθώς ο Οδυσσέας πάει στο παλάτι συναντά ένα νεαρό κορίτσι, που είναι η Αθηνά μεταμορφωμένη. Το κορίτσι/ θεά Αθηνά, του δείχνει το δρόμο και τον καλύπτει με πέπλο ομίχλης ώστε να μην τον σταματούν οι ντόπιοι κα να ρωτούν ποιος είναι, από που έρχεται, που πάει.. Το νεαρό κορίτσι/ θεά Αθηνά μιλά στον Οδυσσέα για τους Φαίακες, την ιστορία τους, το περίφημο ναυτικό τους που είναι γρήγορο σαν τα πουλιά και σαν τη σκέψη του ανθρώπου. Του λέει να προσπέσει ικέτης στην Αρήτη τη γυναίκα του βασιλιά γιατί εκείνη έχει χρόνο, υπομονή και κατανόηση. Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και θαμπώνεται από την πολυτέλεια. Υπέροχα υφαντά, χαλκός, ο υπέρλαμπρος κυάνιος θριγκός ψηλά, ασήμι, χρυσάφι, γλυπτά... Υπάρχουν παντού όλα αυτά και διαχέουν ένα φως σαν από ήλιο ή φεγγάρι. Στην αίθουσα του θρόνου καθισμένοι σε προεδρίες- θρόνους, τρώνε και πίνουν οι πρόκριτοι της χώρας των Φαιάκων. Είχε προηγηθεί μία γενική συνέλευση, υπό την προεδρία του βασιλιά Αλκίνοου, όπου συζητήθηκαν θέματα του τόπου. Πλήθος υπηρετών φροντίζουν για όλα. Ο ποιητής, μας περιγράφει και το μεγάλο κήπο- περιβόλι που έχει όλα τα δέντρα, ελιές, συκιές, ροδιές, αχλαδιές, μηλιές, κληματαριές, ένα αμπέλι, πολλές πρασιές με διάφορα φυτά, λουλούδια… Δυο βρύσες έτρεχαν συνεχώς και η μία πότιζε όλον τον κήπο. Ο Οδυσσέας πλησιάζει την Αρήτη και αμέσως η Αθηνά αποσύρει το ομιχλώδες πέπλο που τον κάλυπτε. Πέφτει στα πόδια της βασίλισσας Αρήτης ικέτης ενώ όλοι που βρίσκονται στην αίθουσα του θρόνου εκστασιάζονται. Ο ξένος, στην ικεσία του, ζητά να τον στείλουν στην πατρίδα του που τόσο έχει στερηθεί. Ο βασιλιάς Αλκίνοος δέχεται τον ξένο με όλες τις τιμές και την τάξη που ορίζει ο ξένιος Ζευς. Προτείνει στους παρισταμένους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα. Μήπως έχουμε απέναντι μας ένα θεό αναρωτιέται ο βασιλιάς Αλκίνοος; Δεν είμαι θεός, λέει ο Οδυσσέας , ένας άνθρωπος είμαι και θέλω, όσο τίποτε άλλο, να επιστρέψω στην πατρίδα μου. Είναι αργά και οι άρχοντες των Φαιάκων αποχωρούν από το παλάτι να πάνε για ύπνο στα αρχοντικά τους. Μένουν εκεί ο βασιλιάς, η βασίλισσα και ο ξένος. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι, πως έφτασε στη νησιώτικη χώρα τους και που βρήκε τα ρούχα που φορά. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη αναγκαστική παραμονή του στο νησί της Καλυψώς, και το περιπετειώδες ταξίδι του μέχρι εδώ και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά. Ο αρχοντικός ξένος δεν αποκαλύπτει τ` όνομα του και την ιδιότητα του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται να τον κάνει γαμπρό του, άντρα της Ναυσικάς. Αν όμως ο ξένος θέλει οπωσδήποτε να επιστρέψει στην πατρίδα του, υπόσχεται πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν εκεί, μ` ένα από τα ταχύπλοα σκάφη τους, και με κάθε ασφάλεια. Αποσύρονται κατόπιν για ύπνο.

  • Όσο ο Οδυσσέας κοιμόταν βαθιά στους θάμνους, σκεπασμένος με φύλλα, κατάκοπος, με πληγές στο σώμα και θεονήστικος, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου που κυβερνά τη χώρα με αγάπη και δικαιοσύνη. Της λέει στο όνειρο, ότι δεν είναι πια παιδί να τεμπελιάζει, είναι σε ηλικία γάμου και την προστάζει να πάει στο ποτάμι, με τις κοπέλες που την υπηρετούν, να πλύνουν τα ρούχα όλης της οικογένειας και τις δικές της φορεσιές για το γάμο... Η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της μια μεγάλη σκεπαστή άμαξα και ημιόνους ώστε να μεταφέρει τα ρούχα στις γούρνες με τα τρεχούμενα, πεντακάθαρα νερά. Η μητέρα της Ναυσικάς, πριν φύγει για τις πέτρινες λεκάνες στο ποτάμι, ετοίμασε φαγητά πλήθος, ένα ασκί κρασί και λάδι αρωματικό ν` αλειφτούν μετά το μπάνιο. Αφού έπλυναν τα ρούχα και τα άπλωσαν, όλες οι κοπελιές λούστηκαν και άλειψαν η μία την άλλη μ` αρωματικό λάδι. Μετά άρχισαν να τραγουδούν, παίζοντας μ` ένα τόπι. Όταν το τόπι, τους έπεσε στον ποταμό, τα κορίτσια άρχισαν να γελούν χαρούμενα. Μ` αυτούς τους χαρούμενους μουσικούς, κοριτσίστικους ήχους ξύπνησε ο Οδυσσέας και εμφανίστηκε ολόγυμνος κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ως φύλο συκής. Τα κορίτσια σκορπίστηκαν ταραγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. Ο Οδυσσέας με μετρημένα και ευγενικά λόγια, επαινεί την θεϊκή ομορφιά της Ναυσικάς και της εύχεται έναν καλό γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την παρακαλεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα ρούχο να κρύψει τη γύμνια του. Η Ναυσικά εντυπωσιάζεται από τον ωραίο λόγο του ξένου και αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβεται πίσω από τη γύμνια και τις πληγές του άνδρα. Τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος. Προστάζει τις φίλες της να περιποιηθούν τον ξένο, να τον λούσουν, να τον αλείψουν με αλοιφές και να του προσφέρουν ένα πλούσιο γεύμα και κρασί. Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται και αλείφεται μόνος του, κάπου παράμερα στον ποταμό. Ακολούθως ντύνεται με τα ωραία ρούχα που του έδωσε η Ναυσικά και απολαμβάνει το γεύμα του. Η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Εκστασιασμένη η Ναυσικά, εύχεται να βρει έναν τέτοιο άντρα για σύζυγο. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, αλλά αφού διανύσουν όλοι μαζί ένα μέρος της απόστασης προς την πόλη εκείνος να μείνει λίγο πίσω και να πάει μόνος του στην πόλη γιατί η Ναυσικά φοβάται τα λόγια των κακοπροαίρετων σαν θα την έβλεπαν παρέα μ΄ ένα ξένο άντρα. Η Ναυσικά λέει στον Οδυσσέα να πάει στο παλάτι μόνος και να πέσει ικέτης στα πόδια της μάνας της. Ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον βοηθήσει ο βασιλιάς Αλκίνοος ώστε να φύγει με ασφάλεια στην Ιθάκη.

  • Στα ανάκτορα του Ολύμπου οι θεοί έχουν σύνοδο που ζήτησε η Αθηνά. Τα θέματα που θα συζητηθούν αφορούν στην αιχμαλωσία του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς και στην ασφυκτική κατάσταση που έχουν δημιουργήσει οι Μνηστήρες της Πηνελόπης στην Ιθάκη. Δεν είναι τυχαίο που η Αθηνά επιμένει γι’ αυτήν την συνέλευση των θεών. Ο Ποσειδών απουσιάζει στη χώρα των Αιθιόπων. Ο θεός των θαλασσών και των σεισμών, Ποσειδώνας, έχει μεγάλο μένος για τον Οδυσσέα γιατί τύφλωσε τον γιο του Πολύφημο. Η τιμωρία στην πράξη αυτή είναι η «μη επιστροφή» του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ευκαιρία λοιπόν, τώρα που απουσιάζει ο Ποσειδών να πάρουν μια ευνοϊκή απόφαση για τον Οδυσσέα. Η απόφαση ανακοινώνεται από τον Δία και είναι οριστική. Η Καλυψώ θα αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα που θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να φτάσει στο νησί των Φαιάκων. Οι Φαίακες θα τον βοηθήσουν να επιστρέψει στην Ιθάκη. Ο Δίας λέει στον Ερμή να πάει στο μακρινό νησί της Καλυψώς και να της γνωστοποιήσει τη βουλή των θεών και του Δία: Να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα. Η Καλυψώ κατηγορεί με πάθος τους θεούς ότι ζηλεύουν τις θεές που ερωτεύονται θνητούς και το χειρότερο, σκοτώνουν αυτούς τους θνητούς όπως τον Ιασίονα το γιο του Μίνωα και τον Ωρίωνα τον κυνηγό. Η Καλυψώ φοβούμενη την οργή του Δία συμβιβάζεται και μάλιστα βοηθά τον Οδυσσέα με κάθε τρόπο για να μπορέσει να φύγει. Το βράδυ, της μέρας που επισκέφθηκε το νησί της Καλυψώς ο Ερμής, ο Οδυσσέας με την Καλυψώ απολαμβάνουν ένα θεϊκό γεύμα και περνούν ερωτικά την τελευταία τους βραδιά. Τέσσερις μέρες χρειάστηκε ο Οδυσσέας για να κατασκευάσει το πλεούμενο του και την πέμπτη μέρα αφήνει οριστικά το νησί της Καλυψώς. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια και οδηγίες καθώς και ούριους άνεμους για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, αχνοφαίνονται στον ορίζοντα οι ακτές της γης των Φαιάκων. Όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφοντας από την χώρα των Αιθιόπων, βλέπει τον Οδυσσέα να ταξιδεύει με ευνοϊκούς καιρούς και οργισμένος αναταράσσει τα νερά, με την Τρίαινα, δημιουργώντας μεγάλη θαλασσοταραχή. Το πλεούμενο διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα καβάλα σ` ένα ξύλο. Η ωραία θαλασσινή θεά Λευκοθέα τον συμπονά και του χαρίζει ένα μαγικό μαντίλι που το φορά ενώ πετά τα βαριά ρούχα, που του είχε δώσει η Καλυψώ, και πηδά στη θάλασσα. Η Αθηνά επεμβαίνει και μαλακώνει τα άγρια κύματα. Ο Οδυσσέας με την συμπαράσταση της Αθηνάς καταφέρνει να προσεγγίσει κολυμπώντας την ακτή της χώρας των Φαιάκων και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός αποδέχεται την ικεσία του. Ο Οδυσσέας, γυμνός και καραβοτσακισμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα σύδεντρο, όπου κοιμάται βαθιά, κρυμμένος στους θάμνους και σκεπασμένος με φύλλα.